Αναφορικά με το Νόμο 4589/2019 και την πρόσληψη Σχολικών Νοσηλευτών, δεδομένης της άνισης μεταχείρισης των Νοσηλευτών ΤΕ και των Νοσηλευτών ΠΕ κατά παράβαση της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της ισότητας, ως το επαγγελματικό επιμελητήριο των Νοσηλευτών της χώρας και θεσμικό όργανο προάσπισης των δικαιωμάτων τους, σας επισημαίνουμε τα ακόλουθα:
Σύμφωνα με το άρθρο 54 του Νόμου :
- «Το Α.Σ.Ε.Π. προκηρύσσει και διενεργεί κάθε δύο (2) σχολικά έτη διαδικασία κατάταξης με σειρά προτεραιότητας, κατά κλάδο και ειδικότητα, των υποψηφίων για την πλήρωση των κενών θέσεων εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, μελών Ε.Ε.Π. και Ε.Β.Π., καθώς και για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Η προκήρυξη και η διαδικασία κατάταξης πραγματοποιούνται ύστερα από σχετικό αίτημα του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, το οποίο διατυπώνεται, σύμφωνα με τις εκπαιδευτικές ανάγκες, κατά κλάδο και ειδικότητα. Με την προκήρυξη καθορίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για τη διεξαγωγή της διαδικασίας.
- Στη διαδικασία γίνονται δεκτοί οι υποψήφιοι εκπαιδευτικοί και μέλη Ε.Ε.Π. και Ε.Β.Π. που διαθέτουν τα ειδικά τυπικά προσόντα διορισμού στην πρωτοβάθμια ή τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
- Πρόσθετο τυπικό προσόν πλήρωσης των κενών θέσεων εκπαιδευτικών και μελών Ε.Ε.Π. αποτελεί η παιδαγωγική και διδακτική επάρκεια, η οποία πιστοποιείται είτε πριν από τον διορισμό, σύμφωνα με την παράγραφο 4, είτε μετά τον διορισμό, μέσω επιτυχούς παρακολούθησης ειδικών επιμορφωτικών προγραμμάτων. Οι υποψήφιοι οι οποίοι διαθέτουν πιστοποιημένη παιδαγωγική και διδακτική επάρκεια κατά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των αιτήσεων υποψηφιότητας, προτάσσονται των υποψηφίων που δεν τη διαθέτουν στους αξιολογικούς πίνακες κατάταξης.»
Παρά την ανωτέρω ρητή πρόβλεψη σχετικά με την παιδαγωγική επάρκεια ως προσόν πρόσληψης των εκπαιδευτικών, εντούτοις στις μεταβατικές διατάξεις του Νόμου, στο άρθρο 66 αναφέρεται: « 1. Κατά την πρώτη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου:… … δ) Για τον διορισμό και την πρόσληψη στους κλάδους του Ε.Ε.Π. οι υποψήφιοι απόφοιτοι πανεπιστημίου που δεν διαθέτουν παιδαγωγική και διδακτική επάρκεια κατατάσσονται μαζί με τους υποψήφιους απόφοιτους Τεχνολογικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος (Τ.Ε.Ι.) που διαθέτουν την επάρκεια αυτή και επιμορφώνονται υποχρεωτικά σε χρονικό διάστημα δύο (2) ετών από την ημερομηνία του διορισμού τους.»
Η παιδαγωγική επάρκεια αποτελεί εδώ και δεκαετίες απαραίτητο τυπικό προσόν για την πρόσληψη σχολικών Νοσηλευτών.
Στο άρθρο 2 παρ. 6 του Νόμου 3194/2003 προβλέπεται: «Ειδικό τυπικό προσόν διορισμού στον κλάδο ΠΕ25 Σχολικών Νοσηλευτών του άρθρου 3 παράγραφος 10 του Ν. 2817/2000 ορίζεται από την 1η Ιανουαρίου 2004 το πτυχίο νοσηλευτικής ή επισκεπτών υγείας ιδρύματος τριτοβάθμιας εκπαίδευσης της ημεδαπής ή ισότιμο και αντίστοιχο πτυχίο της αλλοδαπής και: α) πτυχίο του τμήματος εκπαιδευτικής και κοινωνικής πολιτικής, κατεύθυνσης ατόμων με ειδικές ανάγκες, του Πανεπιστημίου Μακεδονίας ή β) πτυχίο της ΠΑΤΕΣ/ΣΕΛΕΤΕ ή πιστοποιητικό παιδαγωγικής κατάρτισης της περίπτωσης ά, υποπερίπτωση αά της παραγράφου 5 του άρθρου 4 του Ν. 3027/2002, που χορηγείται από την Ανώτατη Σχολή Παιδαγωγικής και Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (Α.Σ.ΠΑΙ.Τ.Ε).»
Σύμφωνα με το άρθρο 2 της υπ΄αριθ. 64055/Δ3 (ΦΕΚ Β 1326 19.4.2017) απόφασης του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων «Καθορισμός προϋποθέσεων, κριτηρίων και διαδικασίας πρόσληψης α) προσωρινών αναπληρωτών και ωρομισθίων Ειδικού Εκπαιδευτικού Προσωπικού (Ε.Ε.Π) και β) προσωρινών αναπληρωτών Ειδικού Βοηθητικού Προσωπικού (Ε.Β.Π.) για τις δομές της Ειδικής Αγωγής -ΚΕ.Δ.Δ.Υ., Ε.Δ.Ε.Α.Υ, Σ.Μ.Ε.Α.Ε, καθώς και στην εξειδικευμένη υποστήριξη μαθητών που φοιτούν σε σχολικές μονάδες της Γενικής Εκπαίδευσης»: «Τυπικά προσόντα διορισμού κατά κλάδο… 5. ΚΛΑΔΟΣ ΠΕ25 ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΝΟΣΗΛΕΥΤΩΝ.. ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ 1 α) Πτυχίο ή δίπλωμα Νοσηλευτικής ΑΕΙ ή το ομώνυμο πτυχίο ή δίπλωμα Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου (Ε.Α.Π) ΑΕΙ ή Προγραμμάτων Σπουδών Επιλογής (Π.Σ.Ε) ΑΕΙ της ημεδαπής ή ισότιμος τίτλος σχολών της ημεδαπής ή αλλοδαπής, αντίστοιχης ειδικότητας, β) Άδεια άσκησης επαγγέλματος Νοσηλευτή – Νοσηλεύτριας ή Βεβαίωση ότι πληροί όλες τις νόμιμες προϋποθέσεις για την άσκηση του επαγγέλματος Νοσηλευτή – Νοσηλεύτριας, και γ) Ταυτότητα μέλους της Ένωσης Νοσηλευτών/τριών Ελλάδος (ΕΝΕ), η οποία να είναι σε ισχύ ή Βεβαίωση Ανανέωσης Εγγραφής στην Ένωση Νοσηλευτών Ελλάδος (ΕΝΕ) του τρέχοντος έτους ή Βεβαίωση εγγραφής στην Ένωση Νοσηλευτών Ελλάδας (ΕΝΕ), για όσους εγγράφονται για πρώτη φορά, η οποία είναι σε ισχύ μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου του επόμενου έτους από την έκδοση της, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 4, παρ.5 του ν.3252/2004 και πτυχίο παιδαγωγικών σπουδών της Α.Σ.ΠΑΙ.Τ.Ε (πρώην ΣΕΛΕΤΕ) ή πτυχίο που αντικαθιστά αυτό της Α.Σ.ΠΑΙ.Τ.Ε.. ή ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ 2 α) Πτυχίο ή δίπλωμα τμήματος Νοσηλευτικής ΤΕΙ ή το ομώνυμο πτυχίο ή δίπλωμα Προγραμμάτων Σπουδών Επιλογής (Π.Σ.Ε.) ΤΕΙ ή αντίστοιχο κατά ειδικότητα πτυχίο ή δίπλωμα ΤΕΙ ή Προγραμμάτων Σπουδών Επιλογής (Π.Σ.Ε.) ΤΕΙ της ημεδαπής ή ισότιμος και αντίστοιχος τίτλος της ημεδαπής ή αλλοδαπής, ή το ομώνυμο ή αντίστοιχο κατά ειδικότητα πτυχίο ΚΑΤΕΕ ή ισότιμος και αντίστοιχος τίτλος της ημεδαπής ή αλλοδαπής και β) Άδεια άσκησης επαγγέλματος Νοσηλευτή-Νοσηλεύτριας (ΤΕ) ή Βεβαίωση ότι πληροί όλες τις νόμιμες προϋποθέσεις για την άσκηση του επαγγέλματος του Νοσηλευτή-Νοσηλεύτριας και γ) Ταυτότητα μέλους της Ένωσης Νοσηλευτών/τριών Ελλάδος (ΕΝΕ), η οποία να είναι σε ισχύ ή Βεβαίωση Ανανέωσης Εγγραφής στην Ένωση Νοσηλευτών Ελλάδος (ΕΝΕ) του τρέχοντος έτους ή Βεβαίωση εγγραφής στην Ένωση Νοσηλευτών Ελλάδας (ΕΝΕ), για όσους εγγράφονται για πρώτη φορά, η οποία είναι σε ισχύ μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου του επόμενου έτους από την έκδοσή της, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 4, παρ. 5 του ν.3252/2004 και πτυχίο παιδαγωγικών σπουδών της Α.Σ.ΠΑΙ.Τ.Ε (πρώην ΣΕΛΕΤΕ) ή πτυχίο που αντικαθιστά αυτό της Α.Σ.ΠΑΙ.Τ.Ε….»
Την ίδια πρόβλεψη περί του απαραίτητου προσόντος της παιδαγωγικής και διδακτικής επάρκειας για όλους τους σχολικούς νοσηλευτές περιλάμβαναν όλες σχεδόν οι Υπουργικές Αποφάσεις για τον καθορισμό των προϋποθέσεων, κριτηρίων και διαδικασίας πρόσληψης προσωρινών αναπληρωτών και ωρομισθίων Ειδικού Εκπαιδευτικού Προσωπικού (Ε.Ε.Π.)- ενδεικτικά αναφέρουμε: Υ.Α.: 116424/Δ3/14-07-2016 (ΦΕΚ 2217/Β΄), 127947/Γ6/28-08-2014,(ΦΕΚ 2311 /τ.Β΄/2014), 72489/Γ6/30-06-2011 (ΦΕΚ 1671/2011), 81478/Γ6/9-7-2009 (ΦΕΚ 1444/τ. Β΄/2009).
Παρά την ξεκάθαρη και ρητή πρόβλεψη της Νομοθεσίας ως σήμερα αλλά και του άρθρου 54 του νέου Νόμου που περιέχει παρόμοια πρόβλεψη, παντελώς αδικαιολόγητα, στις μεταβατικές διατάξεις καθιερώνεται ίση μεταχείριση Νοσηλευτών που δεν κατέχουν το απαραίτητο προσόν της παιδαγωγικής επάρκειας και Νοσηλευτών που το κατέχουν, κατά πρόδηλη παράβαση της αρχής της ισότητας του άρθρου 4 του Συντάγματος.
Επιπροσθέτως, η ανωτέρω «μεταβατική» διάταξη δεν πληροί καν την έννοια της μεταβατικής διάταξης και θεσπίζεται κατά παράβαση της αρχής του κράτους δικαίου, καθώς εισάγει στην ουσία νέα διάταξη και μάλιστα για μακρό χρονικό διάστημα και δη χωρίς να είναι απαραίτητο για την προσαρμογή στο «νέο καθεστώς».
Με το νέο νόμο δεν θεσπίζεται καν νέο καθεστώς αλλά επαναλαμβάνονται οι διατάξεις που ισχύουν ήδη από το 2003 σχετικά με την υποχρεωτικότητα της παιδαγωγικής επάρκειας.
Όπως έκρινε το ΣτΕ δια της υπ’ αριθ. 1882/2017 απόφασής του «Επειδή, περαιτέρω, ο νομοθέτης έχει την ευχέρεια να θεσπίζει μεταβατικές διατάξεις, εφόσον κατά την κρίση του αυτό επιβάλλεται για την ομαλή μετάβαση στην εφαρμογή νέου καθεστώτος, ιδίως μάλιστα όταν επέρχεται μεταβολή των ρυθμίσεων που αφορούν την οργάνωση των δημοσίων υπηρεσιών, στην οποία εντάσσεται και ο τρόπος στελέχωσής τους. Το μεταβατικό όμως καθεστώς δεν είναι συνταγματικώς επιτρεπτό να υπερβαίνει σε διάρκεια ένα εύλογο χρονικό όριο, το οποίο παρίσταται αναγκαίο για την ανωτέρω μετάβαση. Και τούτο, διότι η υπέρβαση αυτή αναιρεί τη βασική ρύθμιση του νόμου και αποδομεί την εμπιστοσύνη και τον σεβασμό των πολιτών στην έννομη τάξη, οδηγώντας σε καταστάσεις ασύμβατες με την αρχή του κράτους δικαίου. Η εν λόγω αρχή, ενόψει και της διάταξης του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά το οποίο “τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους”, επιβάλλει τη ρύθμιση των εννόμων σχέσεων κατά τρόπο σαφή και προβλέψιμο, αποκλείοντας τον παραμερισμό των πάγιων ρυθμίσεων του νόμου με τη θέσπιση και εφαρμογή μεταβατικών ή προσωρινών ρυθμίσεων, δηλαδή ρυθμίσεων εξαιρετικού χαρακτήρα, επί μακρό και απροσδιόριστο χρονικό διάστημα (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 3578/2010, Ολομ. 1569/2005).
Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 Συντ.: «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου». Σύμφωνα με το άρθρο 25 παρ. 1 Συντ.: «Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν. Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας».
Συνεπώς, δεν επιτρέπεται από το Σύνταγμα η διαφορετική μεταχείριση ουσιωδώς ομοίων καταστάσεων, ακόμη και εάν αυτή προβλέπεται από πράξεις του Νομοθέτη ή της κανονιστικώς δρώσας Διοίκησης, διότι στην περίπτωση αυτή η δράση των εν λόγω οργάνων αντίκειται στο Σύνταγμα (ΣτΕ 2860/93 ΤοΣ 20.441, ΑΠ 423/92 ΕλΔ 35.1021, ΑΠ(Ολ) 7/93 ΕΔΚΑ 36.164, ΑΠ(Ολ) 1/91 ΔΕΝ 47.87, ΑΠ(Ολ) 913/80 ΤοΣ 7.708), πλην αν η διαφορετική μεταχείριση δεν είναι αυθαίρετη, αλλά επιβάλλεται από λόγους δημοσίου συμφέροντος (ΣτΕ 1661/1980, ΑΠ(Ολ) 1336/85, ΑΠ 43/87, ΑΠ 5/82). Η συνδρομή των λόγων δημοσίου συμφέροντος που δικαιολογούν τη διαφορετική μεταχείριση υπόκειται στον έλεγχο των Δικαστηρίων, τα οποία, κατά πάγια νομολογία, κρίνοντας αντισυνταγματική την εξαίρεση και εφόσον πρόκειται για παροχή προβλεπόμενη από το νόμο που καθιέρωσε την εξαίρεση, επιδικάζουν την παροχή και σε αυτούς οι οποίοι αυθαιρέτως εξαιρέθηκαν από την καταβολή της (ΑΠ 550/2001, ΑΠ 1542/2001 ΕΕργΔ 2002.363, ΑΠ 779/1999, ΟλΑΠ 15/1999 ΝοΒ 2000.456, ΟλΑΠ 12/1997 ΝοΒ 1998.40, ΑΠ 456/1999 ΕλΔνη 1999.1726, ΑΠ 462/1999 ΕλΔνη 40.1727, ΣτΕ 466/1999, ΑΠ 1806/1986 ΕΔΚΑ 1987.731).
Με βάση τις ως άνω διατάξεις του εθνικού Συντάγματος, έχει παγιωθεί νομολογία σύμφωνα με την οποία δεν επιτρέπεται διαφορετική (δυσμενής) μεταχείριση εργαζομένων έναντι άλλων (λ.χ. Α.Π. 1666/2001, ΔΕΝ 2002.307, ΑΠ 635/1993, ΕΕΔ 1994.430, ΑΠ 211/1992, ΔΕΝ 1992.672).
Σύμφωνα με την απόφαση 1277/2018 του ΣτΕ: “πό το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, που ορίζει ότι «ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας», το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος που προβλέπει ότι «καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη», καθώς και από τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος που ορίζει ότι «Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. … Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας», απορρέουν οι αρχές της ασφάλειας δικαίου, της προβλεψιμότητας και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης. Οι αρχές αυτές, κατ’ αρχήν, δεν επιτρέπουν την αιφνίδια μεταβολή ουσιωδών στοιχείων της σταθερά διαμορφωμένης νομικής και πραγματικής κατάστασης των προσώπων, στη διατήρηση των οποίων είχαν δικαιολογημένα αποβλέψει, μεταξύ άλλων, και κατά τον καθορισμό των συνθηκών και του επιπέδου διαβίωσής τους, παρά μόνο στο μέτρο που η μεταβολή αυτή δικαιολογείται από υπέρτερους λόγους δημοσίου συμφέροντος και στο βαθμό που, ενόψει της αρχής της αναλογικότητας, τηρείται μία δίκαιη ισορροπία μεταξύ του υπηρετούμενου σκοπού και των δικαιωμάτων ή των νόμιμων προσδοκιών των θιγομένων από τη μεταβολή του νομοθετικού καθεστώτος (πρβλ. Ελ. Συν. Πρακτ. Ολομ. της 4ης Ειδικής Συνεδρίασης της 31.10.2012, Ολομ. ΣτΕ 602/2003, ΣτΕ 1508/2002, αποφ. ΕΔΔΑ της 2.4.2015 Dimech κατά Μάλτας, σκ. 64, της 7.2.2013 Fabris κατά (αλλίας, σκ. 66).
Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η επίμαχη μεταβατική διάταξη καθιερώνει αιφνιδίως και αδικαιολογήτως ένα σαφές προβάδισμα υπέρ των πτυχιούχων Πανεπιστημίου που επιθυμούν να εργαστούν ως σχολικοί νοσηλευτές έναντι πτυχιούχων ΑΤΕΙ, χωρίς προφανή προ τούτο δικαιολογητική βάση και παρόλο που από το Νομοθέτη εξασφαλίζεται σε θεμελιώδη νομοθετήματα σχετικά με το νοσηλευτικό επάγγελμα η ίση μεταχείριση Νοσηλευτών ΠΕ και ΤΕ.
Στην εκπαίδευση ειδικότερα, ως τη θέσπιση της επίμαχης μεταβατικής διάταξης είχαν την ίδια αντιμετώπιση στην εκπαίδευση είτε ως σχολικοί νοσηλευτές (ΠΕ25) είτε ως καθηγητές (ΠΕ 87.02(πρώην ΠΕ18.10 και ΠΕ14.06.
Δυνάμει της κείμενης Νομοθεσίας, των Υπουργικών Αποφάσεων και όλων των Εγκύκλιων για πρόσληψη αναπληρωτών και ωρομισθίων ΕΕΠ και ΕΒΠ για τα έτη από το 2007 έως το 2018 όπου οι σχολικοί νοσηλευτές από ΤΕΙ και Πανεπιστήμιο είχαν ίσες ευκαιρίες πρόσληψης.
Όλοι οι Νοσηλευτές της χώρας είναι απόφοιτοι ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων ανήκουν στο ίδιο επίπεδο στο εθνικό πλαίσιο προσόντων, έχουν τον ίδιο επαγγελματικό τίτλο και τα ίδια επαγγελματικά δικαιώματα και εκπροσωπούνται από το ίδιο ΝΠΔΔ, την Ένωση Νοσηλευτών Ελλάδας (Ε.Ν.Ε.). Ειδικότερα:
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5§2 Α του Νόμου 1579/1985 (Ρυθμίσεις για την εφαρμογή και ανάπτυξη του Εθνικού Συστήματος Υγείας και άλλες διατάξεις, ΦΕΚ Α΄ 217/1985), «από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου καθιερώνεται ο επαγγελματικός τίτλος του νοσηλευτή και νοσηλεύτριας στους πτυχιούχους ή διπλωματούχους των: α) Τμημάτων νοσηλευτικής Α.Ε.Ι. β)Νοσηλευτικών τμημάτων Τ.Ε.Ι. γ) Τέως ανώτερων σχολών αδελφών νοσοκόμων επισκεπτριών αδελφών νοσοκόμων, αρμοδιότητας Υπουργείου Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και Κ.Α.Τ.Ε.Ε. δ) Ισότιμων σχολών αλλοδαπής των αντίστοιχων σχολών α, β, γ. Η έννοια του νοσηλευτή ή νοσηλεύτριας προσδιορίζεται σύμφωνα με την 149 διεθνή σύμβαση εργασίας».
Όπως σαφώς προκύπτει εκ των ανωτέρω διατάξεων, ο νομοθέτης ήδη από το έτος 1985 προβλέπει ρητώς την απονομή του αυτού επαγγελματικού τίτλου του νοσηλευτή τόσο στους αποφοίτους των ΑΕΙ, όσο και στους αποφοίτους των ΤΕΙ, αναγνωρίζοντας, προφανώς, την ομοιότητα των τυπικών προσόντων τους. Από την στιγμή, λοιπόν, που οι νοσηλευτές ΠΕ και ΤΕ φέρουν τον ίδιο επαγγελματικό τίτλο, δεν δικαιολογείται το προβάδισμα της μιας κατηγορίας έναντι της άλλης, δοθέντος ότι πρόκειται περί υπαλλήλων, που ασκούν το ίδιο ακριβώς επάγγελμα επί ίσοις όροις.
Συναφώς προβάλλεται, ότι δυνάμει των διατάξεων του Νόμου 3252/2004 συστήθηκε, όπως προαναφέρθηκε, η Ένωση Νοσηλευτών Ελλάδος ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και δη ως επαγγελματικός σύλλογος όλων των νοσηλευτών της χώρας, προβλεπομένης της υποχρεωτικής εγγραφής αυτών στα μητρώα της. Σύμφωνα, λοιπόν, με τις διατάξεις του άρθρου 3§2 του Νόμου 3252/2004, «τακτικά μέλη της Ε.Ν.Ε. είναι υποχρεωτικά όλοι οι νοσηλευτές που είναι απόφοιτοι: α) Τμημάτων Νοσηλευτικών A.E.I., β) Νοσηλευτικών Τμημάτων T.E.I.,γ) Πρώην Ανώτερων Σχολών Αδελφών Νοσοκόμων, Επισκεπτριών Αδελφών Νοσοκόμων, αρμοδιότητας Υπουργείου Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, δ) Πρώην Νοσηλευτικών Σχολών ΚΑΤΕΕ, ε) Νοσηλευτικών Σχολών ή Τμημάτων της αλλοδαπής, των οποίων τα διπλώματα έχουν αναγνωριστεί ως ισότιμα με τα πτυχία των νοσηλευτικών σχολών της ημεδαπής από τις αρμόδιες υπηρεσίες. στ) Σχολής Αξιωματικών Νοσηλευτικής, ζ) Πρώην Σχολής Αξιωματικών Αδελφών Νοσοκόμων».
Εκ των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται, ότι ο νομοθέτης επιφυλάσσει ή άλλως διασφαλίζει εν τοις πράγμασι το ίδιο καθεστώς μεταχείρισης για τους νοσηλευτές τόσο της κατηγορίας ΠΕ, όσο και της κατηγορίας ΤΕ. Η υποχρέωση αμφοτέρων, όπως εγγραφούν στον ίδιο επαγγελματικό σύλλογο – ΝΠΔΔ υποδηλώνει με ξεκάθαρο τρόπο, ότι υπάρχει σαφής πρόθεση εξομοίωσης αυτών εξ απόψεως επαγγελματικών προσόντων και εν γένει ασκήσεως του νοσηλευτικού επαγγέλματος. Τέλος, σε όλους τους νοσηλευτές, ανεξαρτήτως κατηγορίας, χορηγείται η ίδια άδεια ασκήσεως επαγγέλματος, κατόπιν προσκομίσεως των ίδιων δικαιολογητικών, όπως προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου 31 του Νόμου 3252/2004.
Ενόψει των παραπάνω, η εισαγωγή οιασδήποτε μορφής διακρίσεως μεταξύ των μελών του ιδίου επαγγελματικού συλλόγου θεωρείται τουλάχιστον αδιανόητη ως αντιβαίνουσα την συνταγματική αρχή της ισότητας, που επιτάσσει την ίση μεταχείριση των διοικουμένων εκείνων, που τελούν υπό τις αυτές συνθήκες.
Η μεταβατική διάταξη του άρθρου 66 παρτ.1 περ. δ του Νόμου 4589/2019, επομένως είναι άκρως αντισυνταγματική ως παραβιάζουσα την αρχή της ισότητας και πρέπει άμεσα να καταργηθεί.
Πρέπει τέλος να επισημάνουμε ότι δεν είναι σύμφωνο με τους κανόνες της λογικής να καθιερώνεται προβάδισμα υπέρ των Νοσηλευτών ΠΕ σε ένα νομοθέτημα στο οποίο ρυθμίζεται η ένταξη
του Τ.Ε.Ι. Θεσσαλίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, στο πλαίσιο της ενοποίησης της τριτοβάθμιας νοσηλευτικής εκπαίδευσης που αποτελεί χρόνιο και πάγιο αίτημα της ΕΝΕ.
Συνεπεία όλων των ανωτέρω παρακαλούμε για τις δικές σας ενέργειες για την κατάργηση της ανωτέρω αντισυνταγματικής διάταξης.