Αναφορικά με την καταβολή του επιδόματος επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας στους ωφελούμενους του ειδικού προγράμματος ‘απασχόλησης για 5.500 άνεργους πτυχιούχους ανώτατων εκπαιδευτικών και τεχνολογικών ιδρυμάτων, ηλικίας 22-29 ετών, σε Υπουργεία και εποπτευόμενους δημόσιους φορείς, όπως αυτοί ορίζονται στο άρθρο 51 του ν. 1892/1990 (Α’ 101) και οι οποίοι δεν ασκούν οικονομική δραστηριότητα» ( Κοινή Υπουργική Απόφαση με αριθμό 52618/1218, ΦΕΚ Β 4504 2018), ως το επαγγελματικό επιμελητήριο των Νοσηλευτών της χώρας επισημαίνουμε τα ακόλουθα:
Σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 3 της ως άνω Κοινής Υπουργικής Απόφασης, «Το επίδομα επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας καταβάλλεται στους ωφελούμενους σύμφωνα με τις ισχύουσες ειδικές διατάξεις ως εξής:) εκατόν πενήντα (150) ευρώ για το νοσηλευτικό προσωπικό όλων των κατηγοριών (ΠΕ Νοσηλευτικής, TE Νοσηλευτικής) και την κατηγορία TE Επισκεπτών Υγείας, οι οποίοι θα απασχοληθούν σε Γενικά Νοσοκομεία, σε Γενικά Νοσοκομεία-ΚΥ, σε Πανεπιστημιακά Γενικά Νοσοκομεία και στα Κέντρα Φυσικής Ιατρικής και Αποκατάστασης (ΚΕΦΙΑΠ),β) εκατόν πενήντα (150) ευρώ για τις κατηγορίες TE Νοσηλευτών, TE Τεχνολόγων Ιατρικών Εργαστηρίων και TE Επισκεπτών Υγείας οι οποίοι θα απασχοληθούν στο Εθνικό Κέντρο Αιμοδοσίας (ΕΚΕΑ),…»
Παρά τη ρητή παραπομπή της ανωτέρω διάταξης στις ΙΣΧΥΟΥΣΕΣ ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ σχετικά με την καταβολή του επιδόματος επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας, στους δικαιούχους του επιδόματος, κατά παράβαση των διατάξεων αυτών, δεν έχουν περιληφθεί οι απασχολούμενοι στα Καταστήματα Κράτησης, Σωφρονιστικά και Αναμορφωτικά Καταστήματα του Υπουργείου Δικαιοσύνης, με αποτέλεσμα να μην τους καταβάλλεται το επίδομα, παρόλο που παρέχουν εργασία με τους ίδιους όρους και συνθήκες με τους λοιπούς ωφελούμενους του προγράμματος των ίδιων ειδικοτήτων αλλά και τους μόνιμους εργαζομένους των ιδίων ειδικοτήτων.
Ειδικότερα, στο άρθρο μόνο της υπ’ αριθ. οικ.2/16519/0022/24-2-2012 ΦΕΚ 465 Β Κοινής απόφασης των Υπουργών Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, Εσωτερικών, Οικονομικών, Εθνικής Άμυνας, Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων ορίζεται: «1. Καθορίζουμε το μηνιαίο επίδομα επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας για τους μόνιμους και δόκιμους πολιτικούς υπαλλήλους και υπαλλήλους με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου και ορισμένου χρόνου (ΙΔΑΧ – ΙΔΟΧ) του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α. Α` και Β` βαθμού ανά κατηγορία ως εξής: α) Κατηγορία Α` σε εκατόν πενήντα (150) ευρώ…. 2. Στην κατηγορία Α` περιλαμβάνονται οι κάτωθι ειδικότητες: α) Το προσωπικό νοσηλευτικής υπηρεσίας, εργαστηρίων και καθαριότητας, οι απασχολούμενοι αποκλειστικά σε ακτινολογικούς θαλάμους και εμφανίσεις, οι οδηγοί και βοηθοί ασθενοφόρων – διασώστες και οι συντηρητές πειραματόζωων των Νοσοκομείων, των Μονάδων Κοινωνικής Φροντίδας της Χώρας, του Εθνικού Κέντρου Άμεσης Βοήθειας (Ε.Κ.Α.Β.), των Κέντρων Υγείας, των Κέντρων Ψυχικής Υγείας, των Ν.Π.Δ.Δ. του Τομέα Πρόνοιας και των Αγροτικών Ιατρείων τα οποία υπάγονται στα Δημόσια Νοσοκομεία… δ) Το προσωπικό των σωφρονιστικών και αναμορφωτικών καταστημάτων του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων…»
Παρά τη ρητή και σαφή αυτή πρόβλεψη, εντούτοις στην Υπουργική απόφαση που καθορίζει τους όρους απασχόλησης και τις αμοιβές των ωφελούμενων του προγράμματος δεν έχουν, εκ προφανούς παραδρομής, περιληφθεί οι Νοσηλευτές που εργάζονται στα Σωφρονιστικά Καταστήματα, με αποτέλεσμα την προδήλως άνιση μεταχείρισή τους έναντι των συναδέρφων τους.
Στην απόφαση με αριθμό 52618/1218, ΦΕΚ Β 4504 2018 επίσης δεν προβλέπεται δυνατότητα πραγματοποίησης εφημεριών για τους Νοσηλευτές που απασχολούνται στα Σωφρονιστικά Καταστήματα.
Η ανωτέρω περιγραφείσα πρακτική αποτελεί δυσμενή διάκριση, ερχόμενη σε πλήρη αντίθεση με θεμελιώδεις συνταγματικούς κανόνες και δικαιώματα των εργαζομένων.
Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος: «Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας». Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 Συντ.: «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου». Σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 1 Συντ.: «Η εργασία αποτελεί δικαίωμα και προστατεύεται από το Κράτος, που μεριμνά για τη δημιουργία συνθηκών απασχόλησης όλων των πολιτών και για την ηθική και υλική εξύψωση του εργαζομένου αγροτικού και αστικού πληθυσμού. Όλοι οι εργαζόμενοι, ανεξάρτητα από φύλο ή άλλη διάκριση, έχουν δικαίωμα ίσης αμοιβής για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας».
Σύμφωνα με το άρθρο 25 παρ. 1 Συντ.: «Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν. Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας».
Συνεπώς, δεν επιτρέπεται από το Σύνταγμα η διαφορετική μεταχείριση ουσιωδώς ομοίων καταστάσεων, ακόμη και εάν αυτή προβλέπεται από πράξεις του Νομοθέτη ή της κανονιστικώς δρώσας Διοίκησης, διότι στην περίπτωση αυτή η δράση των εν λόγω οργάνων αντίκειται στο Σύνταγμα (ΣτΕ 2860/93 ΤοΣ 20.441, ΑΠ 423/92 ΕλΔ 35.1021, ΑΠ(Ολ) 7/93 ΕΔΚΑ 36.164, ΑΠ(Ολ) 1/91 ΔΕΝ 47.87, ΑΠ(Ολ) 913/80 ΤοΣ 7.708), πλην αν η διαφορετική μεταχείριση δεν είναι αυθαίρετη, αλλά επιβάλλεται από λόγους δημοσίου συμφέροντος (ΣτΕ 1661/1980, ΑΠ(Ολ) 1336/85, ΑΠ 43/87, ΑΠ 5/82). Η συνδρομή των λόγων δημοσίου συμφέροντος που δικαιολογούν τη διαφορετική μεταχείριση υπόκειται στον έλεγχο των Δικαστηρίων, τα οποία, κατά πάγια νομολογία, κρίνοντας αντισυνταγματική την εξαίρεση και εφόσον πρόκειται για παροχή προβλεπόμενη από το νόμο που καθιέρωσε την εξαίρεση, επιδικάζουν την παροχή και σε αυτούς οι οποίοι αυθαιρέτως εξαιρέθηκαν από την καταβολή της (ΑΠ 550/2001, ΑΠ 1542/2001 ΕΕργΔ 2002.363, ΑΠ 779/1999, ΟλΑΠ 15/1999 ΝοΒ 2000.456, ΟλΑΠ 12/1997 ΝοΒ 1998.40, ΑΠ 456/1999 ΕλΔνη 1999.1726, ΑΠ 462/1999 ΕλΔνη 40.1727, ΣτΕ 466/1999, ΑΠ 1806/1986 ΕΔΚΑ 1987.731).
Με βάση τις ως άνω διατάξεις του εθνικού Συντάγματος, έχει παγιωθεί νομολογία σύμφωνα με την οποία δεν επιτρέπεται διαφορετική (δυσμενής) μεταχείριση εργαζομένων έναντι άλλων, οι οποίοι εργάζονται με όμοιους όρους και συνθήκες εργασίας (λ.χ. Α.Π. 1666/2001, ΔΕΝ 2002.307, ΑΠ 635/1993, ΕΕΔ 1994.430, ΑΠ 211/1992, ΔΕΝ 1992.672).
Έτσι, η αρχή της ίσης μεταχείρισης δεν απαγορεύει μόνο την άνιση μεταχείριση μεμονωμένων εργαζομένων, αλλά και την άνιση μεταχείριση κατηγοριών εργαζομένων (Λεβέντης, ΝοΒ 1992.53, Ζερδελής, Ατομικές εργασιακές σχέσεις, σελ. 190 και ΔΕΝ 1997.1313, Κουκιάδης, Ατομικές εργασιακές σχέσεις, σελ. 665, Γεωργιάδου, Η αρχή της ίσης μεταχείρισης των εργαζομένων, σελ. 99).
Από όλα τα ανωτέρω προκύπτει αδιαμφισβήτητα ότι δεν μπορεί να γίνεται δεκτή οποιαδήποτε μορφή δυσμενούς διάκρισης εις βάρος των νοσηλευτών που απασχολούνται στο πλαίσιο του ανωτέρω προγράμματος σε Σωφρονιστικά Καταστήματα, παρέχοντας εργασία σε άκρως ανθυγιεινές και επικίνδυνες συνθήκες, όμοιες με των συναδέρφων τους, όπως προαναφέρθηκε.
Επειδή βασικότερη προϋπόθεση για την καταβολή του επιδόματος είναι η «προσφορά της ανθυγιεινής εργασίας κατά πλήρη και αποκλειστική απασχόληση» με τις ειδικότητες που αναφέρονται στην ανωτέρω ΚΥΑ, στις οποίες περιλαμβάνονται οι Νοσηλευτές.
Επειδή οι Νοσηλευτές που απασχολούνται δυνάμει του ανωτέρω προγράμματος στα Σωφρονιστικά Καταστήματα πραγματοποιούν κατά πλήρη και αποκλειστική απασχόληση, ήτοι καθόλη τη διάρκεια του χρόνου εργασίας τους, νοσηλευτικές πράξεις σε χώρο που ρητά προβλέπεται ότι δικαιολογεί την καταβολή του επιδόματος.
Επειδή οι Νοσηλευτές αυτοί δικαιούνται το επίδομα επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας, το οποίο αποτελεί το αντιστάθμισμα για τους κινδύνους στους οποίους εκτίθενται και των πιθανών βλαβών της υγείας τους.
Επειδή από την ανάγκη σεβασμού και εφαρμογής της αρχής της ισότητας και της ειδικότερης έκφανσης αυτής, που είναι η αρχή της ίσης μεταχείρισης των εργαζομένων, επιβάλλεται η ίδια αντιμετώπιση ομοειδών περιπτώσεων.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Σας καλούμε όπως προβείτε σε κάθε απαιτούμενη ενέργεια για την άρση της ανισότητας και της ανεπίτρεπτης αδικίας εις βάρος των Νοσηλευτών που απασχολούνται δυνάμει του ανωτέρω προγράμματος στα Σωφρονιστικά Καταστήματα και την καταβολή του επιδόματος επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας, αλλά και την παροχή της δυνατότητας πραγματοποίησης εφημεριών, σε όλους τους Νοσηλευτές που εργάζονται σε αυτά, ανεξάρτητα από τη νομική μορφή της σύμβασης εργασίας τους.
Για το Διοικητικό Συμβούλιο της Ε.Ν.Ε.
Ο Πρόεδρος Ο Γεν. Γραμματέας
Δημήτριος Σκουτέλης Αριστείδης Δάγλας