Ενόψει της υπ’αριθμ.πρωτ. Γ6α/Γ.Π.οικ.33346/30-04-2018 Εγκυκλίου του Αναπληρωτή Υπουργού Υγείας με θέμα την «Συμπλήρωση υποχρεωτικού διδακτικού ωραρίου από το εκπαιδευτικό προσωπικό των Δ.Ι.Ε.Κ. του Ν. 4186/2013 αρμοδιότητας Υπουργείου Υγείας», επισημαίνονται τα ακόλουθα.
1. Αρχικώς θα πρέπει να παρατηρηθεί, ότι σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 της υπ’αριθμ. Γ4α/ΓΠ. 55004/15 Κοινής Απόφασης των Αναπληρωτών Υπουργών Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης, Υγείας & Οικονομικών (Ρύθμιση θεμάτων που αφορούν την οργάνωση, τη λειτουργία, το προσωπικό καθώς και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια που αφορά τα Δημόσια Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης (Δ.Ι.Ε.Κ) του Ν. 4186/2013, αρμοδιότητας Υπουργείου Υγείας, ΦΕΚ Β 2049 6.7.2016), «Έκαστο Δημόσιο Ινστιτούτο Επαγγελματικής Κατάρτισης (Δ.Ι.Ε.Κ.), αρμοδιότητας Υπουργείου Υγείας, αποτελεί παράρτημα του Νοσοκομείου στο οποίο λειτουργεί και τελεί υπό την εποπτεία και τον έλεγχο του Υπουργείου Υγείας.
Η αρμοδιότητα της λειτουργίας του ανήκει στο Νοσηλευτικό Ίδρυμα, όπου συστήνεται και η αρμοδιότητα διαμόρφωσης και εποπτείας του εκπαιδευτικού πλαισίου του ανήκει στη Γενική Γραμματεία Διά Βίου Μάθησης (Γ.Γ.Δ.Β.Μ.) του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων».
Από τις παραπάνω διατάξεις ουδεμία αμφιβολία καταλείπεται, περί της αναρμοδιότητας του Υπουργείου Υγείας να διαμορφώνει και να εποπτεύει το εκπαιδευτικό πλαίσιο των ως άνω ΔΙΕΚ. Είναι, δε, σαφές, ότι το ζήτημα της συμπλήρωσης του διδακτικού ωραρίου σχετίζεται άμεσα με την διαμόρφωση του εκπαιδευτικού πλαισίου. Υπ’αυτήν την έννοια η επίμαχη Εγκύκλιος φέρεται να προέρχεται από καθ’ύλην αναρμόδιο όργανο, κατά το μέρος που υπεισέρχεται σε θέματα του εκπαιδευτικού πλαισίου των ΔΙΕΚ, ενώ επιχειρεί να ασκήσει έλεγχο και εποπτεία επί αυτών, απευθύνοντας εντολές και οδηγίες προς τους οικείους Διευθυντές.
2. Περαιτέρω θα πρέπει να τονιστεί, ότι σύμφωνα με την επίμαχη Εγκύκλιο το Εκπαιδευτικό προσωπικό των ΔΙΕΚ, ως προς την υπαλληλική του κατάσταση, διέπεται από τις διατάξεις του Δημοσιοϋπαλληλικού Κώδικα, του Νόμου 1566/1985 και της προαναφερθείσας υπ’αριθμ. Γ4α/ΓΠ. 55004/15 Κοινής Απόφασης των Αναπληρωτών Υπουργών Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης, Υγείας & Οικονομικών.
Ωστόσο, σύμφωνα με τις σαφείς και οπωσδήποτε ειδικές διατάξεις του άρθρου 15 παρ. 1 της ως άνω ΚΥΑ, «Το Εκπαιδευτικό Προσωπικό των Δ.Ι.Ε.Κ. αρμοδιότητας Υπουργείου Υγείας διέπεται από τις διατάξεις του Ν. 1566/1985 (ΦΕΚ 167/τ.Α`) όπως ισχύει, εκτός αν άλλως ορίζεται στην παρούσα».
Εκ τούτων έπεται, ότι η κανονιστικώς δρώσα διοίκηση επιθυμεί και υπαγορεύει την υπαγωγή του Εκπαιδευτικού Προσωπικού των ΔΙΕΚ προεχόντως στο ρυθμιστικό πλαίσιο του Νόμου 1566/1985, επικουρικώς μόνον, δε, στο πλαίσιο του Νόμου 3528/2007 (Δημοσιοϋπαλληλικός Κώδικας).
Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγουμε και από την μελέτη των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 15 της ΚΥΑ, σύμφωνα με τις οποίες «Το υπόλοιπο προσωπικό των Δ.Ι.Ε.Κ εξομοιώνεται για την εν γένει υπαλληλική του κατάσταση με το λοιπό προσωπικό των αντίστοιχων κλάδων του Νοσοκομείου στο οποίο λειτουργεί το Δ.Ι.Ε.Κ και διέπεται από τις εκάστοτε ισχύουσες σχετικές διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα».
Από τις διατάξεις αυτές καθίσταται εμφανής η διάκριση που εισάγεται, εξ απόψεως πάντα υπαλληλικής κατάστασης, μεταξύ του Εκπαιδευτικού Προσωπικού και του υπόλοιπου προσωπικού των ΔΙΕΚ αρμοδιότητας του Υπουργείου Υγείας.
Κατά το μέρος τούτο η Εγκύκλιος όφειλε να αναφέρει, ότι ως προς την υπαλληλική κατάσταση του εν λόγω προσωπικού τυγχάνουν καταρχήν εφαρμοστέες οι διατάξεις του Νόμου 1566/1985 και όχι να υπονοεί, εσφαλμένως, ότι οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται παράλληλα με εκείνες του Δημοσιοϋπαλληλικού Κώδικα.
3. Αναφορικά με τις ώρες εργασίας του μόνιμου Εκπαιδευτικού Προσωπικού υπογραμμίζονται τα εξής. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 17 παρ. 3 περίπτωση α΄ της ως άνω ΚΥΑ, «α) Οι ώρες εβδομαδιαίας διδασκαλίας και διεξαγωγής πρακτικών ασκήσεων από το εκπαιδευτικό προσωπικό του Δ.Ι.Ε.Κ, ορίζονται ως εξής: Διευθυντές, ώρες δέκα (10) όταν το Δ.Ι.Ε.Κ. λειτουργεί με 3-5 τμήματα, 9 από 6-9 κ.λπ. Εκπαιδευτικό προσωπικό όλων των κλάδων της κατηγορίας ΠΕ, ώρες 23 αν έχουν έως έξι έτη υπηρεσίας, ώρες 21 αν έχουν από έξι μέχρι δώδεκα έτη υπηρεσίας και ώρες (20) αν έχουν πάνω από δώδεκα έτη υπηρεσίας (άρθρο 14 παρ. 13 εδ. ε’ του Ν. 1566/1985)».
Με τις παραπάνω διατάξεις τίθενται οι γενικοί κανόνες περί των ωρών εβδομαδιαίας διδασκαλίας του Εκπαιδευτικού Προσωπικού, με βάση το αντικειμενικό κριτήριο των ετών προϋπηρεσίας.
Ωστόσο, πέραν του αμιγώς ποσοτικού προσδιορισμού των ωρών διδασκαλίας ανά εκπαιδευτή, οι επίμαχες διατάξεις ουδεμία ειδικότερη πρόβλεψη διαλαμβάνουν περί του τρόπου κατανομής των διδακτικών ωρών μεταξύ των εκπαιδευτών.
Συμπερασματικά, κατά το μέρος που η Εγκύκλιος αναφέρει, ότι όσον αφορά την κατανομή των διδακτικών ωρών εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 17 παρ. 3 της ως άνω ΚΥΑ, αυτή (η εγκύκλιος) παραμένει εντελώς ασαφής και αόριστη, έως ανεπίδεκτη εκτιμήσεως.
Ομολογουμένως, δε, αδυνατούμε να αντιληφθούμε πώς ακριβώς θα ανταποκριθούν οι Διευθυντές των ΔΙΕΚ στην πρόσκληση της Εγκυκλίου περί της κατάρτισης τροποποιημένου προγράμματος ωρών διδασκαλίας με σημείωση του υπολογισμού της κατανομής των ωρών ανά εκπαιδευτή, όταν δεν υπάρχει ασφαλής και σαφής τρόπος διενέργειας του συγκεκριμένου υπολογισμού.
4. Επιπλέον, αναφορικά με την αναλογία εκπαιδευτών – καταρτιζομένων ανά μάθημα, η Εγκύκλιος εσφαλμένως ή άλλως εκ παραδρομής μνημονεύει τις διατάξεις του άρθρου 18 παρ. 7 του Νόμου 4186/2013, αντί των διατάξεων του άρθρου 23 παρ. 7 του Νόμου 4186/2013.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τις διατάξεις του ως άνω άρθρου 23 παρ. 7, όπως ισχύει, «Η φοίτηση στα Ι.Ε.Κ. ξεκινά κατά το χειμερινό ή εαρινό εξάμηνο, διαρκεί πέντε (5) συνολικά εξάμηνα και επιμερίζεται σε τέσσερα (4) εξάμηνα θεωρητικής και εργαστηριακής κατάρτισης συνολικής διάρκειας έως 1.200 διδακτικές ώρες, σύμφωνα με τα εγκεκριμένα προγράμματα σπουδών, και σε ένα (1) εξάμηνο Πρακτικής Άσκησης ή Μαθητείας συνολικής διάρκειας 960 ωρών. H Πρακτική Άσκηση ή Μαθητεία μπορεί να πραγματοποιείται και τμηματικά μετά την ολοκλήρωση των δύο πρώτων εξαμήνων. Ο μέγιστος αριθμός ανά εκπαιδευτή καθορίζεται σε τριάντα (30) καταρτιζόμενους, σε εργαστηριακά ή θεωρητικά ή και μεικτά μαθήματα (…)».
Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 5-6 της προαναφερθείσας υπ’αριθμ. 5954/23-06-2014 Απόφασης του Υφυπουργού Παιδείας & Θρησκευμάτων, «5. Ο μέγιστος αριθμός καταρτιζομένων ανά εκπαιδευτή, καθορίζεται σε τριάντα (30) άτομα τόσο σε θεωρητικά όσο και σε μικτά μαθήματα, δύναται όμως να προσαυξάνεται κατά 10%, με σκοπό τη σωστή κατανομή των καταρτιζομένων. Όταν ο αριθμός των καταρτιζομένων σε έκαστο εργαστηριακό μάθημα υπερβαίνει τους δεκαπέντε (15), τότε δύναται να τοποθετηθεί δεύτερος εκπαιδευτής και εφόσον αυτό προβλέπεται από τον αντίστοιχο οδηγό σπουδών.
6. Τα εργαστηριακά μαθήματα τα οποία διενεργούνται εκτός χώρου Ι.Ε.Κ., δύνανται να λειτουργούν σε τμήματα με μικρότερο αριθμό καταρτιζομένων και με ελάχιστο αριθμό επτά (7), μετά από απόφαση του Διευθυντή του Ι.Ε.Κ.., σε κάθε άλλη περίπτωση χρειάζεται έγκριση της Γ.Γ.Δ.Β.Μ.».
Από τον συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτουν τα έξης συμπεράσματα. Ο μέγιστος αριθμός καταρτιζομένων ανά εκπαιδευτή προσδιορίζεται, πράγματι, σε τριάντα (30), πλην όμως για τα εργαστηριακά μαθήματα υπάρχει ειδική πρόβλεψη περί της δυνατότητας τοποθέτησης και δεύτερου εκπαιδευτή, εφόσον ο αριθμός των καταρτιζομένων υπερβαίνει τους δέκα πέντε (15).
Επιπλέον, για εργαστηριακά μαθήματα που διενεργούνται εκτός του χώρου του ΙΕΚ επιτρέπεται η λειτουργία τμημάτων με ελάχιστο αριθμό επτά (7) καταρτιζομένων.
5. Στο σημείο αυτό κρίνεται σκόπιμη η ανάλυση της έννοιας του «χώρου» του ΙΕΚ, ειδικώς προκειμένου περί των ΔΙΕΚ εκείνων, που λειτουργούν εντός νοσοκομείων. Για το ζήτημα αυτό χρήζουν μνείας οι ρυθμίσεις του άρθρου 10 παρ. 1 της υπ’αριθμ. 5954/23-06-2014 Απόφασης του Υφυπουργού Παιδείας & Θρησκευμάτων, σύμφωνα με τις οποίες «Η κατάρτιση περιλαμβάνει μαθήματα: α) Θεωρητικά: Θεωρητικά χαρακτηρίζονται τα μαθήματα των οποίων η διδασκαλία πραγματοποιείται από έναν εκπαιδευτή, μόνον σε αίθουσες διδασκαλίας και έχουν ως σκοπό να αποκτήσουν οι καταρτιζόμενοι τις γνώσεις που είναι απαραίτητες για να κατανοήσουν το γνωστικό αντικείμενο της κατάρτισής τους.
β) Εργαστηριακά: Εργαστηριακά χαρακτηρίζονται τα μαθήματα εκείνα τα οποία αποβλέπουν στην εμπέδωση του θεωρητικού μέρους της κατάρτισης και στην απόκτηση δεξιοτήτων, πραγματοποιούνται δε αποκλειστικά στους εργαστηριακούς χώρους ενώ δύναται να παρέχονται στο σύνολο ή σε μέρος των εγγεγραμμένων φοιτούντων κάθε τμήματος (…)».
Από τις παραπάνω διατάξεις καθίσταται σαφές, ότι ως «χώρος» του ΙΕΚ προφανώς εννοείται η αίθουσα διδασκαλίας των θεωρητικών μαθημάτων. Με άλλα λόγια, όταν ένα ΔΙΕΚ στεγάζεται εντός του οικήματος ενός δημόσιου νοσοκομείου, ερμηνευτικώς δεν μπορεί να γίνει δεκτό, ότι ο «χώρος» του ΙΕΚ ταυτίζεται με τους χώρους του νοσοκομείου, ώστε τελικώς ολόκληρο το νοσοκομείο να αντιμετωπίζεται ως «χώρος» του ΙΕΚ. Μια τέτοια προσέγγιση παραβιάζει πρωτίστως τους κανόνες της κοινής λογικής, που επιβάλλουν την χωροταξική διάκριση μεταξύ φορέων που παρέχουν εκπαιδευτικές υπηρεσίες και έργο σε καταρτιζομένους και των φορέων που παρέχουν υπηρεσίες φροντίδας και υγείας σε ασθενείς.
Υπ’αυτήν την έννοια, στα ΔΙΕΚ που λειτουργούν εντός δημόσιων νοσοκομείων ως «χώρος» νοείται η αίθουσα ή οι αίθουσες διδασκαλίας των θεωρητικών μαθημάτων, ενώ τα εργαστηριακά μαθήματα δύνανται να πραγματοποιούνται τόσο εντός των αιθουσών διδασκαλίας (άρα εντός του χώρου του ΔΙΕΚ), όσο και εκτός του χώρου του ΔΙΕΚ, ήτοι στις διάφορες κλινικές του οικείου νοσοκομείου.
6. Περαιτέρω, σύμφωνα με την Εγκύκλιο, στο εκπαιδευτικό προσωπικό που δεν συμπληρώνει το υποχρεωτικό ωράριο διδασκαλίας ανατίθενται καθήκοντα παράλληλης άσκησης, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 30 του Δημοσιοϋπαλληλικού Κώδικα.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τις διατάξεις του ως άνω άρθρου 30, «1. Ο υπάλληλος εκτελεί τα καθήκοντα του κλάδου ή της ειδικότητας του.
- Σε περιπτώσεις επιτακτικής υπηρεσιακής ανάγκης που δεν μπορεί να καλυφθεί με άλλον τρόπο, επιτρέπεται να ανατίθενται στον υπάλληλο καθήκοντα άλλου κλάδου ή ειδικότητας. Σε όμοιες περιπτώσεις επιτρέπεται να ανατίθενται στον υπάλληλο εργασίες συναφείς με την ειδικότητα ή τα καθήκοντα του ή για τις οποίες έχει την απαιτούμενη εμπειρία ή ειδίκευση.
- Η κατά την προηγούμενη παράγραφο ανάθεση επιτρέπεται για χρονικό διάστημα έως δύο (2) μηνών με αιτιολογημένη απόφαση του οικείου προϊσταμένου. Παράταση του ανωτέρω χρονικού διαστήματος έως έξι (6) μήνες ακόμη επιτρέπεται μετά από αιτιολογημένη γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου».
Όπως προκύπτει από τις παραπάνω διατάξεις, θεμελιώδης προϋπόθεση για την εφαρμογή τους, προκειμένου, δηλαδή, να υπάρξει παρέκκλιση από τον γενικό κανόνα της εκτέλεσης από τον υπάλληλο των καθηκόντων του κλάδου και της ειδικότητάς του, αποτελεί η ύπαρξη υπηρεσιακής ανάγκης επιτακτικής, δηλαδή ανεπίδεκτης αναβολής λόγω του επείγοντος χαρακτήρα της και αδυναμία κάλυψης της εν λόγω ανάγκης με άλλο τρόπο, δηλαδή ανυπαρξία ή πρόσκαιρη αδυναμία αρμοδίου υπαλλήλου για να την αντιμετωπίσει.
Εν προκειμένω είναι προφανές, ότι η εγκύκλιος επικαλείται μεν τις διατάξεις του άρθρου 30 του Υπαλληλικού Κώδικα, χωρίς, όμως, να συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή τους, ιδίως κατά το μέρος που δεν προσδιορίζεται καμία υπηρεσιακή ανάγκη επιτακτικής μορφής, που υπαγορεύει την απασχόληση του Εκπαιδευτικού Προσωπικού των ΔΙΕΚ σε άλλα καθήκοντα.
Επιπλέον η νομοθεσία θέτει απώτατο χρονικό όριο για την ανάθεση αλλότριων καθηκόντων, ενώ απαιτεί και την παράθεση σαφούς αιτιολογίας. Η επιλογή αυτή του νομοθέτη αποσκοπεί στην αποφυγή της καταστρατήγησης των διατάξεων που αφορούν άλλες μορφές υπηρεσιακών μεταβολών, όπως για παράδειγμα η μετάταξη.
Εν προκειμένω, ωστόσο, η δια της Εγκυκλίου επιβαλλόμενη ανάθεση καθηκόντων παράλληλης άσκησης στο Εκπαιδευτικό Προσωπικό των ΔΙΕΚ δεν έχει χρονικό προσδιορισμό, με αποτέλεσμα την ευθεία παραβίαση του γράμματος και του πνεύματος των επικαλούμενων διατάξεων του άρθρου 30 του Δημοσιοϋπαλληλικού Κώδικα.
7. Τέλος, η πρόβλεψη της Εγκυκλίου περί της απόσπασης του πλεονάζοντος Εκπαιδευτικού Προσωπικού σε άλλο ΔΙΕΚ τίθεται άνευ σχετικού νομοθετικού ερείσματος. Εντύπωση, μάλιστα, προκαλεί το γεγονός, ότι η Εγκύκλιος φτάνει μέχρι του σημείου να προσδιορίσει τον Υπουργό Υγείας ως την διοικητική αρχή που φέρει την σχετική αρμοδιότητα για την διενέργεια των παραπάνω αποσπάσεων, ελλείψει ειδικής προς τούτο νομοθετικής εξουσιοδότησης, που να παρέχεται στο πρόσωπο του εν λόγω Υπουργού.
8. Ενόψει του συνόλου των παραπάνω παρατηρήσεων καθίσταται εμφανές, ότι η εφαρμογή της επίμαχης Εγκυκλίου είναι μάλλον ανέφικτη, δοθέντος ότι παρουσιάζει πλείστα ερμηνευτικά κενά, ενώ έρχεται σε αντίθεση με μια σειρά κανονιστικής φύσεως διατάξεων και γενικών αρχών, που διέπουν την δράση των διοικητικών οργάνων.
Για το Διοικητικό Συμβούλιο της Ε.Ν.Ε
Πρόεδρος Ο Γεν. Γραμματέας
Δημήτριος Σκουτέλης Αριστείδης Δάγλας