Αναφορικά με τον θεσμό της αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων και ενόψει των πλέον πρόσφατων νομοθετικών εξελίξεων επισημαίνονται τα ακόλουθα.
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 36 παρ. 1 του Νόμου 4489/2017, στο τέλος της περίπτωσης α’ της παρ. 3 του άρθρου 16 του ν. 4369/2016 (Α’ 33) προστίθεται εδάφιο ως εξής: «Τα έντυπα έκθεσης αξιολόγησης, των οποίων η μορφή και το περιεχόμενο καθορίζονται στη ΔΙΔΑΔ/ Φ.32.14/750/ οικ.32768/22.12.2016 υπουργική απόφαση (Β’ 4434), δύνανται να συμπληρώνονται με πρωτοβουλία του αξιολογούμενου ή του αξιολογητή, ανεξαρτήτως του τρόπου που αυτοί τα προμηθεύτηκαν, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη διάθεσή τους από το Εθνικό Τυπογραφείο ή σχετικό αίτημα της οικείας Διεύθυνσης Προσωπικού ή Διοικητικού».
Με τις διατάξεις αυτές επιχειρείται μια υπέρβαση του πρακτικού ζητήματος της αδυναμίας διάθεσης των εντύπων αξιολόγησης.
Περαιτέρω, με τις διατάξεις του άρθρου 36 παρ. 2 του Νόμου 4489/2017 προστίθεται άρθρο 24Α στο ν. 4369/2016 ως εξής:
«Ειδικά, κατά την πρώτη εφαρμογή του συστήματος αξιολόγησης του παρόντος νόμου για την αξιολογική περίοδο του έτους 2016:
1. Εντός αποκλειστικής προθεσμίας δέκα (10) ημερών από την έναρξη ισχύος του παρόντος, ο αξιολογούμενος υποχρεούται να προμηθευτεί και να υποβάλει στον Α’ αξιολογητή την έκθεση αξιολόγησής του, συμπληρωμένη κατά το σκέλος που τον αφορά, κοινοποιώντας την ταυτόχρονα στην οικεία Διεύθυνση Προσωπικού ή Διοικητικού.
2. α) Εντός αποκλειστικής προθεσμίας δέκα (10) ημερών από την υποβολή της έκθεσης αξιολόγησης από τον αξιολογούμενο, ο Α’ αξιολογητής υποχρεούται να υποβάλει στον Β’ αξιολογητή την έκθεση αξιολόγησης, συμπληρωμένη κατά το σκέλος που τον αφορά, και να την κοινοποιήσει στην οικεία Διεύθυνση Προσωπικού ή Διοικητικού.
β) Σε περίπτωση παρέλευσης άπρακτης της προθεσμίας της παραγράφου 1, η διαδικασία δεν αναστέλλεται και η έκθεση αξιολόγησης συντάσσεται απευθείας από τον Α’ αξιολογητή, χωρίς εν προκειμένω να εφαρμόζεται η διαδικασία του άρθρου 19. Ο Α’ Αξιολογητής υποβάλλει την έκθεση αξιολόγησης στον Β’ αξιολογητή και την κοινοποιεί στην οικεία Διεύθυνση Προσωπικού ή Διοικητικού εντός αποκλειστικής προθεσμίας δέκα (10) ημερών από το πέρας της προθεσμίας της παραγράφου 1.
3. α) Εντός αποκλειστικής προθεσμίας δέκα (10) ημερών από την υποβολή της έκθεσης αξιολόγησης από τον Α’ αξιολογητή, ο Β’ αξιολογητής υποχρεούται να υποβάλει στην οικεία Διεύθυνση Προσωπικού ή Διοικητικού την έκθεση αξιολόγησης, συμπληρωμένη κατά το σκέλος που τον αφορά.
β) Σε περίπτωση παρέλευσης άπρακτων των προθεσμιών της παραγράφου 2, η διαδικασία δεν αναστέλλεται, η έκθεση αξιολόγησης συντάσσεται απευθείας από τον Β’ αξιολογητή και υποβάλλεται στην οικεία Διεύθυνση Προσωπικού ή Διοικητικού εντός αποκλειστικής προθεσμίας δέκα (10) ημερών από το πέρας των προθεσμιών της παραγράφου 2 κατά περίπτωση και πάντως εντός ενός (1) μηνός από την έναρξη ισχύος του παρόντος.
4. Οι αξιολογητές των υπαλλήλων, όπως προσδιορίζονται στο άρθρο 15, αν υπαιτίως δεν εκπληρώνουν την υποχρέωση αξιολόγησης των υφισταμένων τους, δεν δύνανται να συμμετέχουν σε διαδικασίες επιλογής και τοποθέτησης προϊσταμένων, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3528/2007 (Α’ 26) και του ν. 3584/2007 (Α’ 143) ή σύμφωνα με άλλες γενικές ή ειδικές διατάξεις.
5. Η προηγούμενη βεβαίωση της τήρησης των υποχρεώσεων των παραγράφων 2 και 3 από την οικεία Διεύθυνση Προσωπικού ή Διοικητικού συνιστά προϋπόθεση για να συμμετάσχει ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος σε διαδικασίες επιλογής και τοποθέτησης προϊσταμένων, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3528/2007 και του ν. 3584/2007 ή σύμφωνα με άλλες γενικές ή ειδικές διατάξεις.
6. Στην περίπτωση ειδικών συστημάτων αξιολόγησης που διατηρούνται σε ισχύ δυνάμει της παραγράφου 4 του άρθρου 14, η προηγούμενη βεβαίωση της τήρησης των υποχρεώσεων του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου να αξιολογήσει τους υφισταμένους του, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις, συνιστά προϋπόθεση για να συμμετάσχει αυτός σε διαδικασίες επιλογής και τοποθέτησης προϊσταμένων σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3528/2007 και του ν. 3584/2007 ή σύμφωνα με άλλες γενικές ή ειδικές διατάξεις.
7. Οι ανωτέρω διατάξεις δεν εφαρμόζονται σε προκηρύξεις επιλογής και τοποθέτησης προϊσταμένων σε θέσεις ευθύνης που είναι εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος».
Με τις παραπάνω μεταβατικού χαρακτήρα διατάξεις καθιερώνονται «εκπτώσεις», ήτοι η εφαρμογή ενός εξαιρετικού καθεστώτος όσον αφορά την τήρηση των πάγιων διαδικαστικών κανόνων που διέπουν την διενέργεια και ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Βέβαια θα πρέπει να υπογραμμιστεί, ότι οι εν λόγω εξαιρέσεις από το γενικό πλαίσιο της αξιολόγησης, που ενδεχομένως τίθενται χάριν μιας μεγαλύτερης ευελιξίας του συστήματος κατά την πρώτη εφαρμογή του, μοιραία επιφέρουν και αλλοίωση κάποιων διαδικαστικού τύπου εγγυήσεων, που θα πρέπει να περιβάλουν ένα καθ’όλα αντικειμενικό σύστημα αξιολόγησης.
Για παράδειγμα, η ακώλυτη πρόοδος της διαδικασίας αξιολόγησης ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία ο αξιολογητής Α΄ δεν έχει συμπληρώσει το σχετικό έντυπο, εναποθέτει την αξιολόγηση ενός υπαλλήλου αποκλειστικά και μόνον σε ένα προϊστάμενό του, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την διασφάλιση ενός απόλυτα αντικειμενικού χαρακτήρα της όλης διαδικασίας.
Επιπλέον, προκειμένου ο νομοθέτης να εξωθήσει τους αξιολογητές να ολοκληρώσουν την διαδικασία που τους αναλογεί, θέτει μια μορφή «εκβιαστικού διλήμματος», ορίζοντας ότι όποιος αρνείται την συμμετοχή του στην διαδικασία της αξιολόγησης, υπό την ιδιότητα του αξιολογητή, στερείται του δικαιώματος συμμετοχής σε διαδικασίες επιλογής και τοποθέτησης προϊσταμένων.
Αναμφίβολα ευρισκόμεθα ενώπιον μιας διάταξης κυρωτικού, ή άλλως εκδικητικού χαρακτήρα, με την οποία προβλέπεται η λήψη ενός δυσμενούς μέτρου, η φύση του οποίου δεν συνδέεται με την διαδικασία της αξιολόγησης. Υπ’αυτήν την έννοια, η «ποινή» ή άλλως η κύρωση της απώλειας του δικαιώματος συμμετοχής σε κρίσεις προσωπικού φέρεται να παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, ώστε να αποβαίνει αντισυνταγματική.
Σε κάθε περίπτωση θεωρείται τουλάχιστον αδιανόητο ο νομοθέτης να καταλήγει σε μια μορφή «εκβιασμού» ή ακόμη και εκφοβισμού των δημοσίων υπαλλήλων, προκειμένου να επιτύχει τον σκοπό του. Εξάλλου θα πρέπει να είναι σαφές, ότι οποιαδήποτε απόπειρα αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων, η οποία στηρίζεται στον προηγούμενο εκφοβισμό τους, είναι εκ προοιμίου αποτυχημένη.
Για το Διοικητικό Συμβούλιο της Ε.Ν.Ε
Πρόεδρος Ο Γεν. Γραμματέας
Δημήτριος Σκουτέλης Αριστείδης Δάγλας