Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 18 του Νόμου 4354/2015, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από τις ρυθμίσεις του άρθρου 54 του Νόμου 4384/2016: «Το επίδομα επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας της παρ. 1 του άρθρου 15 του ν. 4024/2011 εξακολουθεί να καταβάλλεται στο ίδιο ύψος, με τους ίδιους όρους και με τις ίδιες προϋποθέσεις στους δικαιούχους που έχουν οριστεί με τις υπουργικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότηση των ανωτέρω διατάξεων, καθώς και αυτών του άρθρου 67 του ν. 4235/2014 (Α’ 32), εκτός από τις περιπτώσεις πλήρους απαλλαγής από τα καθήκοντα ή την εργασία τους για συνδικαλιστικούς λόγους με την επιφύλαξη της επικείμενης ευθυγράμμισης του σχετικού καθεστώτος με την αντίστοιχη ευρωπαϊκή νομοθεσία έως τις 31.12.2017».
Εκ των ανωτέρω διατάξεων καθίσταται σαφές, ότι η μοναδική περίπτωση περικοπής του συγκεκριμένου επιδόματος είναι η πλήρης απαλλαγή από τα καθήκοντα του υπαλλήλου λόγω της χορήγησης σε αυτόν συνδικαλιστικής άδειας. Όταν γίνεται λόγος για πλήρη απαλλαγή, γίνεται λόγος για καθολική, για εξ΄ ολοκλήρου απαλλαγή του εργαζομένου από τα καθήκοντά του, εκ της συνδικαλιστικής του ιδιότητας, η οποία προβλέπεται για τους εκλεγμένους σε συνδικαλιστικά όργανα, κατά τρόπο ώστε οι ημέρες άδειας που δικαιούνται από τη Νομοθεσία να υπερκαλύπτουν τις ημέρες εργασίας τους ανά μήνα.
Η χρήση της λέξης «πλήρης» καθιστά επομένως την ανωτέρω διάταξη απόλυτα σαφή, με αποτέλεσμα κάθε άλλη ερμηνεία περί αναλογικής περικοπής του επιδόματος να μην έχει κανένα νόμιμο έρεισμα.
Στο άρθρο 6 της υπ’ αριθ. οικ.2/16519/0022/24-2-2012 ΦΕΚ 465Β Κοινής απόφασης των Υπουργών Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, Εσωτερικών, Οικονομικών, Εθνικής Άμυνας, Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων ορίζεται: «Το ανωτέρω επίδομα καταβάλλεται με την απαραίτητη προϋπόθεση ότι οι δικαιούχοι του προσφέρουν αποκλειστική και πλήρη απασχόληση στους χώρους και τις ειδικότητες που δικαιολογούν την καταβολή του. Επίσης καταβάλλεται για όσο διάστημα οι υπάλληλοι τελούν σε θεσμοθετημένες άδειες (κανονικές, συνδικαλιστικές, ειδικές, εκπαιδευτικές μικρής διάρκειας ως δύο μηνών, διευκόλυνσης υπαλλήλων με οικογενειακές υποχρεώσεις, μητρότητας και ανατροφής παιδιών), σε βραχυχρόνια αναρρωτική άδεια ως έξι ημέρες κατ’ έτος, καθώς και αυτής που χορηγείται από δημόσια νοσοκομεία, κέντρα υγείας του Δημοσίου, πανεπιστημιακές κλινικές, νοσηλευτικούς σχηματισμούς του ΙΚΑ και ιδιωτικές κλινικές, εφόσον έχει προηγηθεί νοσηλεία σε αυτές η οποία αποδεικνύεται με τα σχετικά παραστατικά. Για τη συνδρομή όλων των ανωτέρω προϋποθέσεων εκδίδεται κάθε μήνα βεβαίωση του οικείου προϊσταμένου, η οποία συνοδεύει τη μισθοδοτική κατάσταση.»
Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται με σαφήνεια ότι η καταβολή εις το ακέραιον του επιδόματος επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας σε όλες τις περιπτώσεις που ρητά προβλέπει η ανωτέρω Υπουργική απόφαση– πλην της πλήρους απαλλαγής για συνδικαλιστικούς λόγους- είναι επιβεβλημένη από το Νόμο, ενώ οποιαδήποτε αυθαίρετη περικοπή τούτου εγείρει αντίστοιχη αγώγιμη αξίωση του υπαλλήλου και γεννά ευθύνες πειθαρχικής, αστικής και ποινικής φύσεως σε βάρος παντός εμπλεκομένου δημοσίου λειτουργού – υπαλλήλου.