Με αφορμή την ανάρτηση των προσωρινών πινάκων επιτυχόντων της προκήρυξης 2Κ/2019 του ΑΣΕΠ χωρούν οι ακόλουθες επισημάνσεις.
Με την υπ’αριθμ. 192/2022 Απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας έχουν γίνει δεκτά τα κάτωθι: Οι αρχές της ισότητας και της ίσης πρόσβασης στις δημόσιες θέσεις, τις οποίες καθιερώνει το άρθρο 4 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος, αποτελούν συνταγματικό κανόνα που επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση των προσώπων που τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες. Ο κανόνας αυτός δεσμεύει τα συντεταγμένα όργανα της Πολιτείας και ειδικότερα, τόσο τον κοινό νομοθέτη, όσο και την Διοίκηση όταν θεσπίζει κανονιστικές ρυθμίσεις. Η παραβίαση των συνταγματικών αυτών αρχών ελέγχεται δικαστικώς, ώστε να διασφαλίζεται η πραγμάτωση του κράτους δικαίου και η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας εκάστου με ίσους όρους. Κατά τον δικαστικό αυτόν έλεγχο, που είναι έλεγχος ορίων και όχι της ορθότητας των νομοθετικών επιλογών, αναγνωρίζεται στον νομοθέτη (κοινό ή κανονιστικό) η ευχέρεια να ρυθμίζει με ενιαίο ή με διαφορετικό τρόπο τις ποικίλες προσωπικές ή πραγματικές καταστάσεις και σχέσεις, λαμβάνοντας υπόψη τις υφιστάμενες κοινωνικές, οικονομικές, επαγγελματικές ή άλλες συνθήκες, που συνδέονται με κάθε μία από τις καταστάσεις ή σχέσεις αυτές, με βάση γενικά και αντικειμενικά κριτήρια, που βρίσκονται σε συνάφεια προς το αντικείμενο της σχετικής ρύθμισης. Πρέπει, όμως, η επιλεγόμενη ρύθμιση να κινείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αρχή της ισότητας, τα οποία αποκλείουν τόσο την έκδηλα άνιση μεταχείριση, με τη μορφή της εισαγωγής καθαρά χαριστικού μέτρου μη συνδεόμενου προς αξιολογικά κριτήρια ή της επιβολής αδικαιολόγητης επιβάρυνσης, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες, με βάση όλως τυπικά ή συμπτωματικά ή άσχετα μεταξύ τους κριτήρια (βλ. ΣτΕ Ολομ. 1252-3/2003, 2396/2004, 986- 988/2014, 711/2017, 1757-8/2019, ΣτΕ 2462/2010 7μ. ΣτΕ 2756/2011, 1205/2015, 901-2/2020 κ.ά.). Περαιτέρω, η αρχή της αξιοκρατίας, η οποία απορρέει από το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος, υπαγορεύει, η πρόσβαση σε δημόσιες θέσεις και αξιώματα να γίνεται με κριτήρια που συνάπτονται με την προσωπική αξία και ικανότητα των ενδιαφερομένων για την κατάληψή τους. Δεν αποκλείεται όμως από το Σύνταγμα η πρόβλεψη ενός ποσοστού αυξημένης μοριοδότησης προϋπηρεσίας των υποψηφίων, όπως η αποκτηθείσα εμπειρία σε δημόσιους φορείς παροχής υγείας, εφόσον τούτο δικαιολογείται από τις συγκεκριμένες συνθήκες και από λόγους δημοσίου συμφέροντος και η εν λόγω μοριοδότηση δεν προσδιορίζεται σε τέτοιο ύψος ώστε να οδηγεί σε αποκλεισμό των λοιπών υποψηφίων.
Ενόψει των εκτεθέντων στην προηγούμενη σκέψη, οι προαναφερθείσες διατάξεις του Κεφαλαίου Γ΄ της προσβαλλόμενης προκήρυξης, οι οποίες έχουν τεθεί κατ’εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 17 παρ. 1 του ν. 4571/2018, με τις οποίες προβλέπεται ειδική (αυξημένη) μοριοδότηση της εργασιακής εμπειρίας των υποψηφίων που έχουν υπηρετήσει ως επικουρικό προσωπικό του άρθρου 10 του ν. 3329/2005 σε φορείς του Υπουργείου Υγείας, η οποία υπολογίζεται σε 1212 μονάδες κατ’ ανώτατο όριο 84 μηνών [(20Χ48)+(7Χ36)=1212], εισάγουν ευνοϊκή ρύθμιση υπέρ αυτής της κατηγορίας υποψηφίων που δεν είναι συνταγματικώς ανεκτή. Τούτο δε, διότι η προβλεπόμενη ως άνω ειδική μοριοδότηση προσδιορίζεται σε τέτοιο ύψος, ώστε να οδηγεί σε αποκλεισμό των λοιπών υποψηφίων, όπως οι αιτούντες, οι οποίοι δεν έχουν υπηρετήσει ως επικουρικό προσωπικό, αλλά διαθέτουν αντίστοιχη εργασιακή εμπειρία μοριοδοτούμενη κατά τις γενικές διατάξεις του άρθρου 18 παρ. 2 περ. Β΄ του ν. 2190/1994, ήτοι με 588 μονάδες κατ’ ανώτατο όριο (7×84=588). Η διαφορετική δε αυτή μεταχείριση των υποψηφίων στο συγκεκριμένο κριτήριο της εμπειρίας, επί τη βάσει και μόνον του νομοθετικού καθεστώτος δυνάμει του οποίου η εμπειρία αυτή έχει κτηθεί, προσκρούει στις συνταγματικές αρχές της ισότητας και δη της ισότητας πρόσβασης σε δημόσιες θέσεις και της αξιοκρατίας, διότι με την ανωτέρω διάταξη εισάγεται χαριστικό μέτρο υπέρ μιας κατηγορίας υποψηφίων, μη συνδεόμενο προς αξιολογικά κριτήρια, το οποίο δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από λόγους δημοσίου συμφέροντος ή με βάση κριτήρια γενικά και αντικειμενικά.
Με βάση, λοιπόν, το ανωτέρω σκεπτικό το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ως αντισυνταγματική την αυξημένη μοριοδότηση του προσωπικού που υπηρέτησε ως επικουρικό προσωπικό. Σε συμμόρφωση προς την ανωτέρω δικαστική απόφαση το ΑΣΕΠ, κατά την έκδοση των οικείων Πινάκων, δεν θα μπορούσε να αποδώσει αυξημένη μοριοδότηση στη συγκεκριμένη κατηγορία επικουρικού προσωπικού, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την κατάταξή τους στους Πίνακες.
Εξάλλου, προσφάτως υπήρξε έκδοση δελτίου τύπου από το Υπουργείο Υγείας, που έχει ως εξής : «Με αφορμή την ανάρτηση από το ΑΣΕΠ των πινάκων κατάταξης και διοριστέων σε φορείς του Υπουργείου Υγείας στο πλαίσιο της προκήρυξης Α.Σ.Ε.Π. 2Κ/2019 το Υπουργείο Υγείας επισημαίνει: “Ενημερώνουμε όσους εκ των διορισθέντων δεν περιλαμβάνονται σε αυτούς λόγω του ότι η αυξημένη μοριοδότηση της ειδικής εμπειρίας που προέβλεπε η 2Κ/2019 κρίθηκε μη συμβατή με το Σύνταγμα ότι θα διασφαλιστούν οι θέσεις εργασίας τους με νομοθετική ρύθμιση που θα προωθηθεί άμεσα προς ψήφιση”».
Με την ως άνω ανακοίνωση του Υπουργείου Υγείας αφήνεται να εννοηθεί, ότι άπαντες οι υποψήφιοι, που προέρχονταν από το επικουρικό προσωπικό και ευλόγως ανέμεναν να λάβουν την προβλεφθείσα αυξημένη μοριοδότηση, θα διασφαλιστούν μέσω της ψήφισης νομοθετικής διάταξης, που θα κατοχυρώνει το εν λόγω δικαίωμά τους.
Γενικότερα παρατηρείται, ότι η αρχή της χρηστής διοίκησης και της προστατευομένης εμπιστοσύνης των διοικουμένων συνηγορεί υπέρ της διασφάλισης υποψηφίων σε προκήρυξη του ΑΣΕΠ, οι οποίοι υπέβαλαν αίτηση υποψηφιότητας αποβλέποντας σε αυξημένη μοριοδότηση λόγω ειδικής προς τούτο πρόβλεψης της οικείας προκήρυξης. Η μετέπειτα ανακήρυξη της ως άνω πρόβλεψης ως αντισυνταγματικής δυνάμει απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν μπορεί να φτάνει μέχρι του σημείου να αναιρεί την απόλαυση δικαιώματος, που απονεμήθηκε ρητώς με νομοθετική διάταξη, χωρίς ο διοικούμενος να είναι, βέβαια, σε θέση να προβλέψει την όψιμη δικαστική κρίση περί αντισυνταγματικότητας.
Ενόψει των ανωτέρω αναμένεται η οικεία νομοθετική ρύθμιση, την οποία εξήγγειλε με δελτίο τύπου το Υπουργείο Υγείας.
Για το Διοικητικό Συμβούλιο της Ε.Ν.Ε.
Ο Πρόεδρος Ο Γεν. Γραμματέας
Δημήτριος Σκουτέλης Τζαννής Πολυκανδριώτης