Ζητούνται νέοι για βαριά εργασία, χωρίς ωράριο, με βασικές αποδοχές, σε υποστελεχωμένες μονάδες υγείας. Η περιγραφή θέσης του νοσηλευτή είναι πλέον απωθητική. Απόδειξη ότι ζητείται νοσηλευτικό προσωπικό, στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, αλλά προσφορά δεν υπάρχει.
Οι νέοι είναι απρόθυμοι να φορέσουν τη λευκή μπλούζα. Η πανδημία φαίνεται να έχει παίξει σημαντικό ρόλο σ’ αυτό: αν και ανέδειξε τους νοσηλευτές –όπως και τους γιατρούς– ήρωες, έριξε φως και στις εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες εργασίας αυτού του πολύ σκληρού επαγγέλματος. Στην Ελλάδα ο νοσηλευτής έχει ακανόνιστο ωράριο, γεγονός που διαταράσσει την οικογενειακή και κοινωνική του ζωή. Εχει μεγάλο φόρτο εργασίας λόγω της υποστελέχωσης, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να εφαρμόσει τη νοσηλευτική φροντίδα όπως την έχει σπουδάσει και να περιορίζεται μόνο στα βασικά, δηλαδή τη χορήγηση φαρμάκων. O μισθός είναι ίδιος με ενός δημοσίου υπαλλήλου (1.160 ευρώ μεικτά για νεοδιοριζόμενο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, μόλις 850 ευρώ μεικτά για νεοδιοριζόμενο υποχρεωτικής), με τη μόνη διαφορά ότι λαμβάνει και επίδομα επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας –εφόσον εργάζεται στο ΕΣΥ–, παρά την ιδιαιτερότητα της εργασίας. «Είναι δύσκολο επάγγελμα. Ο νοσηλευτής εργάζεται μέσα σε ένα νοσηρό περιβάλλον, κυριαρχεί η ασθένεια, ο πόνος, η θλίψη, ο φόβος. Είναι συναισθήματα τα οποία δεν είναι εύκολο να τα διαχειριστεί κάποιος», αναφέρει χαρακτηριστικά στην «Κ» ο Γιώργος Αβραμίδης, νοσηλευτής ψυχικής υγείας και οργανωτικός γραμματέας στην Ενωση Νοσηλευτών Ελλάδος.
Δείκτης απώθησης
Ολα αυτά δικαιολογούν το γεγονός ότι λιγότερο από το 1% των 15χρονων μαθητών στη χώρα μας δηλώνει ότι θέλει να ακολουθήσει το επάγγελμα του νοσηλευτή/τριας. Σύμφωνα με έκθεση που εξέδωσε πρόσφατα ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), βάσει στοιχείων από την έρευνα του προγράμματος PISA, το ενδιαφέρον των 15χρονων να ακολουθήσουν σταδιοδρομία νοσηλευτή έχει υποχωρήσει τα τελευταία χρόνια σε τουλάχιστον τις μισές χώρες- μέλη του Oργανισμού. Κατά μέσον όρο στις χώρες του ΟΟΣΑ το ποσοστό των νέων που επιθυμούν να εργαστούν ως νοσηλευτές μειώθηκε από 2,3% το 2018, σε 2,1% το 2022. Αυτή η μείωση είναι ιδιαίτερα έντονη στις Ηνωμένες Πολιτείες (από 7% στο 5,5%), στον Καναδά, στη Νορβηγία, στην Ιρλανδία, στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ελβετία. Στον αντίποδα, αύξηση του ενδιαφέροντος παρατηρήθηκε κυρίως στην Ιαπωνία (από λίγο κάτω από το 6% το 2018 σε 7% το 2022), και σε μικρότερο βαθμό στην Κορέα, στη Σλοβακία, στην Ισπανία και την Πορτογαλία. Η Ελλάδα, μαζί με τις Πολωνία, Λετονία, Εσθονία, Λιθουανία, Ουγγαρία και Ιταλία είναι οι χώρες όπου λιγότερο από 1% των 15χρονων θα επέλεγαν να εργαστούν ως νοσηλευτές/νοσηλεύτριες. Η Ιαπωνία και οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν το υψηλότερο ποσοστό νέων που προσδοκούσαν να γίνουν νοσηλευτές, παρά τη μεγάλη υποχώρηση του ενδιαφέροντος στις ΗΠΑ μεταξύ 2018 και 2022.
Οπως αναφέρεται στην έκθεση, σε πολλές χώρες η δημόσια αντίληψη για τους νοσηλευτές κατά τη διάρκεια της πανδημίας ήταν ανάμεικτη. Αφενός, οι εργαζόμενοι στον τομέα της Υγείας πρώτης γραμμής αναδείχθηκαν ήρωες κατά το πρώτο διάστημα της πανδημίας. Αφετέρου, η πανδημία έριξε φως στο βαρύ φόρτο εργασίας, στις δύσκολες συνθήκες, στον κίνδυνο για τη σωματική και ψυχική υγεία και στις χαμηλές αποδοχές, που οδήγησαν σε υψηλή δυσαρέσκεια για την εργασία και πρόθεση να εγκαταλείψουν το επάγγελμα. «Η βελτίωση των συνθηκών εργασίας και της αμοιβής των νοσηλευτών είναι το κλειδί για την προσέλκυση περισσότερων νέων στο επάγγελμα και για την παραμονή τους σ’ αυτό. Εάν οι χώρες του ΟΟΣΑ δεν είναι σε θέση να προσελκύσουν επαρκή αριθμό καταρτισμένων νέων στη νοσηλευτική, θα πρέπει να βασιστούν σε διεθνείς προσλήψεις για να καλύψουν τις ανάγκες τους», επισημαίνουν οι συντάκτες της έκθεσης, κάνοντας λόγo και για θέμα ηθικής διαχείρισης των προσλήψεων, με δεδομένο ότι θα οξυνθούν οι ελλείψεις στις χώρες προέλευσης.
Φεύγουν έξω
«Θύμα» της διαρροής υγειονομικού προσωπικού σε άλλες χώρες είναι και η Ελλάδα. Οπως αναφέρει στην «Κ» ο πρόεδρος της Ενωσης Νοσηλευτών Ελλάδας Δημήτρης Σκουτέλης, περισσότεροι από 3.500 νοσηλευτές έχουν αποχωρήσει την τελευταία δεκαετία από το ΕΣΥ σε αναζήτηση εργασίας σε χώρες του εξωτερικού. Η Ελλάδα παραμένει η χώρα με έναν από τους χαμηλότερους παγκοσμίως δείκτες ποσόστωσης νοσηλευτών σε σχέση με τον πληθυσμό, με περίπου 1,3 νοσηλευτές ανά 1.000 κατοίκους, ενώ εάν υπολογιστεί συνολικά το νοσηλευτικό προσωπικό (νοσηλευτές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και βοηθοί νοσηλευτές), η αναλογία φτάνει το 3,8 ανά 1.000 κατοίκους, όταν ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ είναι 9,2 ανά 1.000 κατοίκους. Με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, σε νοσοκομεία της χώρας μας εργάζονταν το 2022 συνολικά 42.837 άτομα νοσηλευτικό προσωπικό, εκ των οποίων οι 8.443 σε ιδιωτικές κλινικές. Στα νοσοκομεία –δημόσια και ιδιωτικά– αντιστοιχούν 0,88 νοσηλευτές (όλες οι βαθμίδες νοσηλευτικού προσωπικού) ανά κλίνη. Ο μέσος όρος στελέχωσης των κλινών νοσηλείας στον ΟΟΣΑ είναι 2,3 νοσηλευτές ανά κλίνη νοσηλείας.
«Γίνονται τα απολύτως βασικά, δηλαδή η χορήγηση των φαρμάκων. Δεν μπορούμε να αφιερώσουμε χρόνο στον ασθενή, που θέλει ενημέρωση, θέλει επικοινωνία, θέλει περιποίηση, κάτι που δεν μπορεί να γίνει εφόσον έχουμε μείνει ελάχιστοι. Και επιπλέον, τα τελευταία χρόνια πολλοί γυρίζουν την πλάτη στο ΕΣΥ».
Οπως σημειώνει ο κ. Αβραμίδης, «διαχρονικά έχουμε το πρόβλημα της υποστελέχωσης το οποίο χρόνο με τον χρόνο επιδεινώνεται και ειδικότερα τα τελευταία χρόνια είμαστε σε ένα τραγικό επίπεδο. Με τόσο λίγο προσωπικό δεν μπορούμε να παρέχουμε ποιοτική νοσηλευτική φροντίδα. Ισα ίσα που προλαβαίνουμε να μάθουμε τα ονόματα των ασθενών. Γίνονται τα απολύτως βασικά, δηλαδή η χορήγηση των φαρμάκων. Δεν μπορούμε να αφιερώσουμε χρόνο στον ασθενή και τους συγγενείς του, που κι αυτοί χρειάζονται υποστήριξη. Ο ασθενής θέλει τον χρόνο του, θέλει ενημέρωση, θέλει επικοινωνία, θέλει περιποίηση, κάτι που δεν μπορεί να γίνει εφόσον έχουμε μείνει ελάχιστοι. Και επιπλέον τα τελευταία χρόνια πολλοί γυρίζουν την πλάτη στο ΕΣΥ. Εχουμε μια σειρά παραιτήσεων από νοσηλευτές με πολυετή εμπειρία, οι οποίοι αποχωρούν από τα νοσοκομεία προκειμένου είτε να φύγουν στο εξωτερικό είτε να αλλάξουν επάγγελμα είτε να εργαστούν ως σχολικοί νοσηλευτές. Και από την άλλη έχουμε το φαινόμενο νέοι απόφοιτοι νοσηλευτικής να μη θέλουν να δουλέψουν στα νοσοκομεία του ΕΣΥ, αφού γνωρίζουν την κατάσταση που επικρατεί».
Ο αριθμός των εισακτέων ανά έτος σε νοσηλευτικές σχολές παραμένει ο ίδιος την τελευταία τουλάχιστον πενταετία (1.578).
«Σίγουρα χρειαζόμαστε πολύ περισσότερους. Δεν επαρκούν για να καλύψουν τις ανάγκες. Αλλά το θέμα είναι, και να υπάρχουν απόφοιτοι, προσλήψεις γίνονται; Θα πρέπει τα πανεπιστήμια να ενισχυθούν με προσωπικό και υποδομές, ώστε να βγάζουν περισσότερους πτυχιούχους νοσηλευτικής. Και παράλληλα το υπουργείο Υγείας να προχωρήσει σε έναν προγραμματισμό μεγάλου αριθμού προσλήψεων. Το σύστημα θα καταρρεύσει εάν συνεχίσουμε έτσι. Δεν υπάρχει προοπτική», τονίζει ο κ. Αβραμίδης. Σημειώνεται ότι το 2022 έγινε προκήρυξη περίπου 3.700 θέσεων νοσηλευτικού προσωπικού. Σύμφωνα με τον ίδιο, προσωπικό από αυτή την προκήρυξη ακόμη δεν έχει μπει στο σύστημα.
Ο κ. Σκουτέλης σημειώνει ότι «οι ήρωες δεν υπάρχουν πια, το ίδιο το Εθνικό Σύστημα Υγείας τους εξάντλησε και φάνηκε η σκληρή πραγματικότητα, για την οποία όλες οι πολιτικές υγείας εθελοτυφλούσαν τις εποχές που υπήρχε μια σχετική στελέχωση και υπήρχε η τεχνητή ψευδαίσθηση ότι θα έρθουν ακόμη καλύτερες μέρες». Και συμπληρώνει λέγοντας ότι «τα στοιχεία διεθνών οργανισμών, όπως η πρόσφατη αναφορά του ΟΟΣΑ, η οποία είναι απλά αμείλικτη και άκρως δυσοίωνη για το μέλλον της νοσηλευτικής, αναφέρει ότι οι νέοι άνθρωποι δεν επιθυμούν να επιλέξουν το νοσηλευτικό επάγγελμα, γεγονός το οποίο θα οδηγήσει στο άμεσο μέλλον σε περαιτέρω υποστελέχωση. Τα δεδομένα είναι τόσο απαισιόδοξα, όπου προϋπολογίζουν ότι ούτε βασικές χώρες που “προμηθεύουν” νοσηλευτές σε χώρες του ΟΟΣΑ, όπως η Ινδία και οι Φιλιππίνες, θα είναι σε θέση να “εξάγουν” νοσηλευτές στο άμεσο μέλλον. Το γεγονός αυτό οφείλεται στην ταχεία ανάπτυξή τους, η οποία επιφέρει αύξηση των δαπανών για την υγεία και αναλογική αύξηση της εγχώριας ζήτησης για νοσηλευτές».
Ματαίωση αντί για επένδυση
Σύμφωνα με τον κ. Σκουτέλη, τα αποθαρρυντικά δεδομένα έχουν και τις αιτίες τους. «Κάνοντας μια μικρή αναδρομή στις κατευθυντήριες οδηγίες διεθνών οργανισμών και ιδιαιτέρως κατά την περίοδο της πανδημίας, διαπιστώνουμε ότι όλοι οι φορείς συστήνουν να επενδύσουν όλα τα κράτη στους νοσηλευτές, στην εκπαίδευση, στην παροχή μισθολογικών και άλλων εργασιακών κινήτρων, στην ανάθεση ηγετικών ρόλων μέσα στα συστήματα υγείας. Μέσα σε όλον αυτόν το κυκεώνα και έχοντας κερδίσει την κοινωνική αναγνώριση και καταξίωση, την οποία επιζητούσαμε απεγνωσμένα για πολλά χρόνια, διαμορφώθηκε ένα ιδανικό κλίμα για την ανάπτυξη της νοσηλευτικής, το οποίο όμως ποτέ δεν ευδοκίμησε και “κατακεραύνωσε” τις προσδοκίες των ήδη υπηρετούντων νοσηλευτών, οι οποίοι ματαιώθηκαν επί της ουσίας από το ίδιο το εθνικό σύστημα το οποίο υπηρετούν με αυταπάρνηση και αυτοθυσίες. Το χειρότερο όμως γεγονός, το οποίο επιβεβαιώνεται καθημερινά από εκατοντάδες νέους νοσηλευτές οι οποίοι αποχωρούν από τη νοσηλευτική, είναι ότι το ίδιο το Εθνικό Σύστημα Υγείας τούς έκοψε τα φτερά για να εξελιχθούν μέσα σ’ αυτό και να αναπτύξουν ακόμη περισσότερο τη νοσηλευτική επιστήμη», καταλήγει.