Η Ένωση Νοσηλευτών Ελλάδος, επαγγελματικό επιμελητήριο των Νοσηλευτών της χώρας και θεσμικό όργανο προάσπισης των δικαιωμάτων τους, με καταστατικούς σκοπούς μεταξύ άλλων (άρθρο 2 του Νόμου 3252/2004) την προάσπιση των δικαιωμάτων των Νοσηλευτών της χώρας και την εξασφάλιση υψηλής στάθμης φροντίδας και υγείας στο κοινωνικό σύνολο και την συμβολή στην προστασία της υγείας του Ελληνικού Λαού, σας επισημαίνει τα ακόλουθα ανά άρθρο για το ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ: «Ακούσια ψυχιατρική περίθαλψη» στο πλαίσιο των νόμιμων αρμοδιοτήτων της:
Καταρχάς θεωρούμε ελπιδοφόρο το γεγονός ότι πολλές εκ των προτάσεων της ΕΝΕ που περιλήφθηκαν σε υπόμνημα μετά την συνάντηση της Ομάδας Εργασίας για την επικαιροποίηση του θεσμικού πλαισίου για την ακούσια νοσηλεία, ελήφθησαν υπόψιν κατά τη σύνταξη του σχεδίου νόμου το οποίο χαρακτηρίζεται από μια έντονη τάση εναρμόνισης με τα διεθνή και ευρωπαϊκά κείμενα προστασίας των ανθρώπινων δικαιωμάτων και καταδεικνύει έντονη προσπάθεια προάσπισης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, που τέθηκε σε αμφισβήτηση καθ΄όλα τα έτη εφαρμογής του Νόμου2071/1992.
Επί του άρθρου 1 του σχεδίου νόμου, ως προς την παράγραφο 6 και αναφορικά με την ακούσια νοσηλεία ανηλίκων άνω των 16 ετών σε ψυχιατρικά τμήματα ενηλίκων. Θα ήταν προτιμότερο να λειτουργήσουν πιλοτικά δομές εφηβικής ψυχικής υγείας, καθώς υπάρχει μεγάλη απόκλιση από άποψη ηλικιακού επιπέδου μεταξύ των παιδιών στις παιδοψυχιατρικές κλινικές, γεγονός που διαταράσσει το θεραπευτικό περιβάλλον. Το ίδιο ισχύει όταν ανήλικος 16 ετών νοσηλευτεί με ακούσια νοσηλεία σε τμήμα ενηλίκων, καθώς στους ενήλικες δεν υπάρχει όριο ηλικίας, με αποτέλεσμα ο έφηβος να εισαχθεί σε ένα ιδιαιτέρως ασφυκτικό και μη θεραπευτικό περιβάλλον με ενήλικες όλων των ηλικιών.
Προτείνουμε την ανάπτυξη παιδοψυχιατρικών δομών σε όλες τις ΤΟΨΥ, καθώς δεν νοείται ανήλικος να νοσηλεύεται σε τμήμα ενηλίκων και δεν είναι δυνατόν να δημιουργηθούν «συνθήκες θεραπευτικού περιβάλλοντος προσαρμοσμένου στην ανηλικότητα», σε ένα ψυχιατρικό τμήμα ενηλίκων και με μη εξειδικευμένο προσωπικό.
Αναφορικά με το άρθρο 2 του σχεδίου νόμου, κρίνουμε απόλυτα ορθή την νομοθέτηση της θεραπείας στην κοινότητα κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας, αλλά θεωρούμε τη διάταξη αόριστη και συνταχθείσα χωρίς να έχει ληφθεί υπόψιν η τρέχουσα κλινική πραγματικότητα. Σε πιο ρεαλιστική βάση, προτείνεται η θεραπεία στην Κοινότητα να λειτουργήσει πιλοτικά σε ήδη υπάρχουσες και λειτουργικές μονάδες και κατόπιν να λειτουργήσει κατά τα προτεινόμενα στο Νομοσχέδιο.
Ειδικότερα: Στην πράξη η Πρωτοβάθμια Φροντίδα Ψυχικής Υγείας ασκείται από τους Ψυχιατρικούς Τομείς των Γενικών Νοσοκομείων και τα εξωτερικά ιατρεία των ψυχιατρείων, τα οποία δεν αποτελούν Μονάδες Πρωτοβάθμιας Περίθαλψης και ιδίως κατά τις ημέρες εφημερίας, αντιμετωπίζουν μεγάλα προβλήματα λόγω πληρότητας. Η μετακύληση του βάρους της ανεπάρκειας της Πρωτοβάθμιας Περίθαλψης και της ανυπαρξίας των Προγραμμάτων Παρέμβασης στην Κρίση στα Ειδικά Ψυχιατρεία και στις ψυχιατρικές κλινικές των Γενικών Νοσοκομείων, αποτελεί το σημαντικότερο ίσως παράγοντα της αποτυχίας του συστήματος του Νόμου 2071/1992.
Η απλή αναφορά επομένως της «θεραπείας στην κοινότητα» δεν επιλύει το πρόβλημα της επιβεβλημένης αναδιοργάνωσης των υφιστάμενων δομών και της δημιουργίας νέων, ιδίως σε επίπεδο πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, και κυρίως, στον τόπο διαβίωσης του ασθενούς.
Απαιτείται άμεση υλοποίηση των δεσμεύσεων και άμεση εφαρμογή των νομοθετικών προβλέψεων για την τομεοποίηση των ψυχιατρικών υπηρεσιών, την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας και τη διασύνδεση των ψυχιατρικών υπηρεσιών, ώστε να εξασφαλιστούν οι κατάλληλοι όροι νοσηλείας για τον ασθενή, να αποσυμφορηθούν οι νοσοκομειακές δομές και να καταστούν αξιοπρεπείς οι συνθήκες ακούσιας νοσηλείας, σύμφωνα με τη στρατηγική του Παγκόσμιου Οργανισμού (ΠΟΥ) για την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας (ΠΦΥ).
Στην περίπτωση γ, προτείνουμε να συμπληρωθεί «να εκτιμάται από τη θεραπευτική ομάδα».
Στην παράγραφο 2 προτείνουμε την συμπλήρωση της φράσης «και τα μέλη της διεπιστημονικής θεραπευτικής ομάδας της Δομής Ψυχικής Υγείας», μετά τη λέξη «ψυχιάτρους». Στο θεραπευτικό συμβόλαιο θα πρέπει να συμμετέχουν όλα τα μέλη της διεπιστημονικής ομάδας ψυχικής υγείας, με εγκατάλειψη της απόλυτης και άκριτης προτεραιότητας του ιατρικού ρόλου σε όλη τη διαδικασία, κατ’ αποκλεισμό των λοιπών επαγγελματιών ψυχικής υγείας.
Αναφορικά με το άρθρο 3, επισημαίνουμε ότι απαιτείται εξειδίκευση της έννοιας της «σοβαρής διαταραχής του ελέγχου της πραγματικότητας» δια της νομοθετικής πρόβλεψης επιστημονικών κριτηρίων.
Αναφορικά με το άρθρο 4, παρατηρούμε ότι δεν προβλέπεται η πιθανότητα κατά την οποία, ίσως χρειαστεί, η διαδικασία ακούσιας θεραπείας στην κοινότητα και της ακούσιας νοσηλείας να υπερβεί τους 4 μήνες. Αναφερόμαστε σε περιπτώσεις υπολειμματικής ή φαρμακοανθεκτικής ψύχωσης, καθυστερημένης ανταπόκρισης του ασθενή σε οποιαδήποτε μορφή θεραπείας, αλλά και σε περιπτώσεις δυσκολίας ή αδυναμίας κοινωνικής επανένταξης στην κοινότητα, λόγω απουσίας ή δυσλειτουργίας του οικογενειακού περιβάλλοντος ή/και έλλειψης κοινοτικών δομών.
Προτείνουμε την καθιέρωση περισσότερων περιπτώσεων χρονικών ορίων της διάρκειας της ακούσιας ψυχιατρικής περίθαλψης ανάλογα με τη βαρύτητα της κατάστασης, αλλά και με το αν πρόκειται για θεραπεία στην κοινότητα ή ακούσια νοσηλεία.
Επίσης προτείνουμε την αντικατάσταση της φράσης «θεράποντες ιατροί» από τη φράση «θεραπευτική ομάδα».
Αναφορικά με το άρθρο 5, προτείνουμε την προσθήκη της έννοιας «επιμέλεια» μετά την «γονική μέριμνα».
Αναφορικά με την υποβολή της αίτησης από τον Εισαγγελέα, εισηγούμαστε να δίνεται η δυνατότητα στον Επιστημονικό Διευθυντή κοινοτικής δομής ή μονάδας να υποβάλλει στον εισαγγελέα αίτημα για ακούσια ψυχιατρική περίθαλψη για ασθενή ο οποίος είχε στο παρελθόν θεραπευτική σχέση με τη δομή, η οποία έχει διακοπεί λόγω υποτροπής της ψυχικής νόσου, αλλά υπάρχουν και ενδείξεις ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την έναρξη διαδικασίας για την ακούσια ψυχιατρική περίθαλψη
Στην παράγραφο 2, προτείνουμε την εξειδίκευση του χρονικού διαστήματος εντός του οποίου θα πρέπει να έχουν χορηγηθεί οι «πρόσφατες γνωματεύσεις».
Προτείνουμε επίσης την παροχή νομοθετικής εξουσιοδότησης για την έκδοση Υπουργικής Απόφασης στην οποία θα καθορίζονται τα κριτήρια επιλογής των «συνιστώμενων» Μονάδων Ψυχικής Υγείας κατά περίπτωση.
Στο τελευταίο εδάφιο προτείνουμε την εξειδίκευση της συγγένειας ως αποτρεπτικό παράγοντα για τη χορήγηση των γνωματεύσεων.
Αναφορικά με την υποχρέωση της αρμόδιας Περιφερειακής Διοίκησης Τομέων Ψυχικής Υγείας (Πε.Δι.Το.Ψ.Υ.) και, σε περίπτωση αδυναμίας, της Διεύθυνσης Ψυχικής Υγείας του Υπουργείου Υγείας, για την κοινοποίηση τον Σεπτέμβριο κάθε έτους στις κατά τόπους Εισαγγελίες Πρωτοδικών καταλόγου με τα στοιχεία επικοινωνίας των αρμόδιων κοινοτικών μονάδων ψυχικής υγείας, επισημαίνουμε εκ νέου τα ανωτέρω σχετικά με τις τραγικές ελλείψεις της Πρωτοβάθμιας Παροχής Φροντίδας Υγείας στην πράξη.
Για την εφαρμογή του Νόμου απαιτείται άμεση λειτουργία των Τομέων Ψυχικής Υγείας, σύσταση και λειτουργία των προβλεπόμενων Κέντρων Ψυχικής Υγείας και των υπηρεσιών τις οποίες παρέχουν προς τον πολίτη (όπως η Βραχεία Νοσηλεία πλησίον του τόπου κατοικίας του και οι Μονάδες Παρέμβασης στην Ψυχολογική Κρίση στην οικία του) αλλά και άμεση διασύνδεση των ψυχιατρικών δομών.
Αναφορικά με το άρθρο 6, στο οποίο λείπει ο αριθμός 2 στην αρίθμηση, στην κατ’ οίκον εξέταση του ασθενή από τον ψυχίατρο, πρέπει να θεσπιστεί το να παρευρίσκονται μέλη της Πολυκλαδικής Θεραπευτικής Ομάδας διαφορετικών ειδικοτήτων (νοσηλευτής, ψυχολόγος, κοινωνικός λειτουργός). Με αυτό τον τρόπο, αφενός θα ενισχυθεί το αίσθημα ασφάλειας του ψυχίατρου, αφετέρου, εάν χρειαστεί, θα μπορούν και οι άλλοι επαγγελματίες ψυχικής υγείας να συμβάλλουν με την ενεργό συμμετοχή τους κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, είτε στη δημιουργία θεραπευτικού κλίματος είτε στην εκτόνωση της πιθανής ψυχολογικής έντασης του ασθενή με την εφαρμογή τεχνικών αποκλιμάκωσης.
Τέλος, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι ιατρικές γνωματεύσεις των δύο ψυχιάτρων διαφέρουν ουσιωδώς μεταξύ τους, προτείνουμε την εξέταση του ασθενούς από τρίτο ψυχίατρο, η πραγματογνωμοσύνη του οποίου θα κρίνει την ανάγκη και το είδος της ακούσιας ψυχιατρικής περίθαλψης.
Αναφορικά με το άρθρο 7, χαιρετίζουμε την αποδοχή των προτάσεών μας ως προς την κατάργηση της άκρως αναξιοπρεπούς μεταγωγής των ασθενών με περιπολικά και την απεμπλοκή της ΕΛΑΣ από τη διαδικασία.
Αναφορικά με τη στελέχωση του Γραφείου Υποστήριξης Ψυχικής Υγείας, προτείνουμε το γραφείο να στελεχωθεί από όλες τις ειδικότητες εργαζομένων στην ψυχική υγεία (ψυχίατροι, νοσηλευτές, ψυχολόγοι, κοινωνικοί λειτουργοί), είτε με μετακινήσεις/ μετατάξεις/ αποσπάσεις εργαζομένων στο χώρο της ψυχικής υγείας είτε από νέες προσλήψεις.
Στο ΕΚΑΒ προτείνουμε τη θέσπιση της ειδικότητας «πλήρωμα ασθενοφόρου ψυχικής υγείας», με την καθιέρωση ειδικής εκπαίδευσης.
Όλοι οι επαγγελματίες του Γραφείου Υποστήριξης Ψυχικής Υγείας προτείνεται να προβλέπεται ότι θα εκπαιδευθούν επί των τεχνικών αποκλιμάκωσης, με σεμινάρια ψυχιατρικής, προσαρμοσμένα στις ανάγκες, τις απαιτήσεις και το εκπαιδευτικό υπόβαθρο της κάθε ειδικότητας.
Η συσταθείσα Πολυκλαδική Διεπιστημονική Μονάδα που θα προβλέπεται, θα έχει ως αποκλειστική αρμοδιότητα την ασφαλή διακομιδή των φερομένων ως ψυχικά ασθενών σε Μονάδα Ψυχικής Υγείας για ψυχιατρική εξέταση.
Στην παράγραφο 3,προτείνουμε την αντικατάσταση του όρου «μεταφορά» από τον όρο «συνοδεία» του φερόμενου ως ασθενή στην Μονάδα Ψυχικής Υγείας.
Η μεταφορά των ψυχικά ασθενών δεν ανήκει στις αρμοδιότητες των Νοσηλευτών σύμφωνα με το Π.Δ. 351/1989 και την Υ.Α. «ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΩΝ ΓΙΑ ΤΗ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΤΙΤΛΟΥ ΕΙΔΙΚΟΥ ΝΟΣΗΛΕΥΤΗ» Φ.Ε.Κ. 106/26-2-1988, Τεύχος Β’. Εκ του Νόμου κρίνεται επομένως επιβεβλημένος ο καθορισμός διαφορετικής κατηγορίας εργαζομένων ως αρμόδιων για τη μεταφορά των ψυχικά ασθενών, έργο που μπορεί να οργανώσει – προγραμματίσει Νοσηλευτής κατά το Π.Δ. 348/1988.
Εν προκειμένω αναφέρουμε ότι η διαδικασία εφαρμογής τεχνικών αποκλιμάκωσης προϋποθέτει και απαιτεί, σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία και πρακτική, την εκπαίδευση, την συμμετοχή και τη συνεργασία όλων των μελών της Πολυκλαδικής Θεραπευτικής Ομάδας και δεν αποτελεί αποκλειστική αρμοδιότητα ή καθήκον των Νοσηλευτών.
Προτείνουμε επίσης, την συνδρομή οργάνου της ΕΛ.ΑΣ που έχει λάβει ειδική εκπαίδευση στη διαχείριση και την αποκλιμάκωση της κρίσης. Εφόσον εφαρμοστεί στην πράξη η τομεοποίηση και λειτουργήσουν τα ΚΨΥ με τον προβλεπόμενο τρόπο και με επαρκή στελέχωση, με την προσδοκώμενη μείωση του αριθμού των περιστατικών για ακούσια περίθαλψη και της έντασης της συμπτωματολογίας της πλειοψηφίας των περιστατικών, ο ρόλος της αστυνομίας σταδιακά θα περιοριστεί και να ζητείται αποκλειστικά για τις περιπτώσεις εκείνες οι οποίες περιγράφονται από το νομοσχέδιο.
Αναφορικά με την ειδική εκπαίδευση, εισηγούμαστε τη θεσμοθέτηση της ειδικής εκπαίδευσης των μελών της Πολυκλαδικής Θεραπευτικής Ομάδας του ΕΚΑΒ και των Μονάδων Ψυχικής Υγείας καθώς και στελεχών και οργάνων της ΕΛΑΣ από την Ένωση Νοσηλευτών Ελλάδας, δια της διενέργειας ειδικών εκπαιδευτικών προγραμμάτων.
Τέλος προτείνουμε την προσθήκη της λέξης «νοσηλευτική» μετά τη λέξη «ιατρική φροντίδα» και τονίζουμε την ανάγκη λεπτομερέστερης ρύθμισης των πρακτικών ζητημάτων της «μεταφοράς» των ασθενών και ιδίως του ζητήματος της διανυκτέρευσής τους, αν αυτή απαιτηθεί σε περίπτωση ανάγκης κάλυψης μεγάλης απόστασης.
Εν προκειμένω πρέπει να ληφθεί υπόψιν η συχνή διακομιδή ψυχικά ασθενών σε ψυχιατρικές κλινικές και νοσοκομεία με γεωγραφική απόσταση από το χώρο κατοικίας τους. Η τρέχουσα κατάσταση χαρακτηρίζεται από πολύωρα και κουραστικά ταξίδια (ιδιαίτερα για τους ασθενείς των νησιωτικών περιοχών), παραμονή σε κρατητήριο με παραβάτες του κοινού ποινικού δικαίου, μη λήψη για αρκετές ημέρες φαρμακευτικής αγωγής και ψυχολογικής υποστήριξης, κλπ, φαινόμενα που πρέπει με το νέο νομοθετικό καθεστώς να εξαλειφθούν.
Επισημαίνουμε, ότι ο αριθμός των προβλεπόμενων από το σχέδιο νόμου διατιθέμενων συμβατικών οχημάτων κρίνουμε ότι είναι ανεπαρκής και επίσης, δεν προσδιορίζονται οι τεχνικές τους προδιαγραφές και ο εξοπλισμός.
Αναφορικά με το άρθρο 8 εισηγούμαστε, να αντικατασταθεί ο όρος «άλλο πρόσωπο» με τη φράση «ειδικευμένος ψυχίατρος». (Στα παραρτήματα Γ΄ και Δ΄ αναφέρεται σαφώς ότι την ενημέρωση την αναλαμβάνει ειδικευμένος ψυχίατρος οποιαδήποτε βαθμίδας).
Επίσης προτείνουμε εξειδίκευση και συγκεκριμενοποίηση της γενικής έννοιας της «μη συμμόρφωσης» του ασθενούς με τους «όρους» που έχουν τεθεί, έννοια επίσης αόριστη που ενδέχεται να προκαλέσει πρακτικά ζητήματα.
Αναφορικά με το άρθρο 9, επισημαίνουμε ότι η μετατροπή της θεραπείας στην Κοινότητα σε ακούσια νοσηλεία και το αντίστροφο, της ακούσιας νοσηλείας σε θεραπεία στη Κοινότητα, θα πρέπει να έχει τη σύμφωνη γνώμη όλης της διεπιστημονικής ομάδας επαγγελματιών ψυχικής υγείας.
Αναφορικά με το άρθρο 12, έχει παρατηρηθεί το φαινόμενο διευθυντές Μονάδων Ψυχικής Υγείας ή συγγενείς ασθενών να υποβάλουν αιτήσεις για αλλαγή Μονάδας νοσηλείας του ασθενή επικαλούμενοι αποκλειστικά τον κίνδυνο «απόδρασης» του ασθενούς από τη Μονάδα στην οποία νοσηλεύεται και ανεξάρτητα από την πορεία της θεραπείας του.
Προτείνουμε τη θέσπιση ειδικής πρόβλεψης ώστε να μην γίνονται δεκτές αιτήσεις που θεμελιώνονται μόνο στην προαναφερθείσα αιτιολόγηση.
Αναφορικά με το άρθρο 17, στην παράγραφο 4 εισηγούμαστε να προβλεφθεί τι θα συμβαίνει στην περίπτωση που δεν θα είναι δυνατή ή εφικτή η επικοινωνία του ειδικού ψυχίατρου με τον επιστημονικό Διευθυντή της Μονάδας προκειμένου να έχει τη σύμφωνη γνώμη του.
Στην παράγραφο 5 προτείνουμε την άμεση ενημέρωση των αρμόδιων εισαγγελικών και αστυνομικών αρχών στην περίπτωση παραβίασης της άδειας ή φυγής ή ανάκλησής από τον Επιστημονικό Διευθυντή της Μονάδας Ψυχικής Υγείας όπου νοσηλεύεται ο ασθενής ή από τον Θεράποντα Ψυχίατρο.
Είναι δε απαραίτητο να τεθεί ρητά χρονικό όριο αναζήτησης του ασθενή, «σε περίπτωση παραβίασης της άδειας, φυγής ή ανάκλησής της», πέραν του οποίου να χορηγείται «εξιτήριο», και μόνο εφόσον κρίνεται σκόπιμο ή αναγκαίο να επαναλαμβάνεται εκ νέου η διαδικασία για ακούσια ψυχιατρική περίθαλψη, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος.
Στην παράγραφο 5, εκ παραδρομής αναφέρεται το Παράρτημα Δ’, αντί του Παραρτήματος Ε’.
Αναφορικά με το άρθρο 18, θεωρούμε την αναφορά της πρότασης: «και, απουσία αυτών, τα Ψυχιατρικά Τμήματα των Νοσοκομείων» κατ΄ουσίαν παροχή νομιμοποίησης για την εξακολούθηση και διαιώνιση της απαράδεκτης κατάστασης παροχής υπηρεσιών πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας στην πράξη από τα Νοσοκομεία και αιτούμαστε την απαλοιφή της.
Αναφορικά με το άρθρο 20, διαπιστώνουμε ότι εξακολουθεί να είναι σε ισχύ το άρθρο 94 του Νόμου 2071/1992 (εκούσια νοσηλεία) για το οποίο η κλινική πρακτική της επείγουσας ψυχιατρικής έχει αναδείξει την ανάγκη τροποποίησής του και θεωρούμε επιβεβλημένη τη θέση πρόβλεψης περί ακούσιας ψυχιατρικής περίθαλψης, στις περιπτώσεις εκείνες που οι ασθενείς έχουν προσέλθει για εκούσια εξέταση ή νοσηλεύονται εκούσια, ενώ πληρούν τα οριζόμενα από το νόμο κριτήρια και προϋποθέσεις της ακούσιας περίθαλψης.
Αναφορικά με το παράρτημα Α και το προβλεπόμενο «8.Ιστορικό αναφερόμενων προηγούμενων ετεροκαταστροφικών ή/και αυτοκαταστροφικών συμπεριφορών», κρίνεται επιβεβλημένο να τροποποιηθεί, καθώς με τη διατύπωση αυτή, στην Ιατρική Γνωμάτευση περιλαμβάνεται η καταγραφή στοιχείων που συσχετίζονται με την έννοια της «επικινδυνότητας», ήδη εγκαταλειφθείσα μετά την υπογραφή της Σύμβασης του Οβιέδο, η οποία ορθώς δεν περιλαμβάνεται στα κριτήρια της ακούσιας περίθαλψης.
Στο παράρτημα Β, αναφορικά με την προβλεπόμενη συναίνεση, πρέπει να θεσπιστούν όροι και να προβλεφθεί η διαδικασία για την παροχή της αναφερόμενης συναίνεσης.
Στο παράρτημα Ε σε συμμόρφωση με τον νομοθετικά κατοχυρωμένο από το 1985 δια του Νόμου 1579 επαγγελματικό τίτλο του Νοσηλευτή, πρέπει να αντικατασταθεί η διατύπωση «Αριθμός νοσηλευτών άλλων βαθμίδων» με τη φράση «Αριθμός Βοηθών Νοσηλευτών και Βοηθητικού Υγειονομικού Προσωπικού».
Το ερώτημα: «Έχουν οι νοσηλευτές εκπαιδευθεί στις τεχνικές αποκλιμάκωσης;» πρέπει να τροποποιηθεί, με την αφαίρεση της λέξης «νοσηλευτές» και την αντικατάσταση της με την φράση «μέλη της θεραπευτικής ομάδας», καθώς η διαδικασία των τεχνικών αποκλιμάκωσης προϋποθέτει και απαιτεί, σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία και πρακτική, την εκπαίδευση, την συμμετοχή και τη συνεργασία όλων των μελών της Πολυκλαδικής Θεραπευτικής Ομάδας και δεν αποτελεί αποκλειστική αρμοδιότητα ή καθήκον των Νοσηλευτών.
Να διορθωθούν ο υπολογισμός του δεκαδικού αριθμού για τη μισή ώρα των δεκαδικών στη μισή ώρα.
Πέραν όλων των ανωτέρω επισημαίνουμε την απουσία προβλέψεων σχετικά με την υποστελέχωση των Δομών που ήδη λειτουργούν, αλλά και σχετικά με την παροχή ασφαλούς περιβάλλοντος εργασίας και θεραπείας. Ειδικότερα:
Λόγω της επιβάρυνσης των νοσοκομειακών δομών κατά τα ανωτέρω με όλα τα περιστατικά ακούσιας νοσηλείας έως σήμερα και της τραγικής υποστελέχωσης των Τμημάτων, το προσωπικό έχει οδηγηθεί σε πλήρη εξουθένωση και ψυχική εξόντωση, μη δυνάμενο να ανταποκριθεί στις θεραπευτικές ανάγκες, οι οποίες ολοένα και αυξάνονται.
Οι οφειλόμενες ημέρες ανάπαυσης και αδειών στους Νοσηλευτές ανέρχονται σε εκατοντάδες και είναι αδύνατη η έκδοση των προγραμμάτων κατά τις επιταγές της Νομοθεσίας αναφορικά με την οργάνωση του χρόνου εργασίας, ενώ οι Νοσηλευτές, δεν λαμβάνουν τις κανονικές τους άδειες, εργαζόμενοι χωρίς να αναπαύονται επαρκώς και υπερβάλλοντας εαυτόν, προκειμένου να ανταποκριθούν στις αυξημένες απαιτήσεις θεραπείας.
Συνέπεια της εξουθένωσης στην οποία έχουν οδηγηθεί, σε συνδυασμό με την ίδια τη φύση της εργασίας του Νοσηλευτή, είναι η διακινδύνευση της ίδιας της υγείας των ασθενών, ιδίως της ευπαθούς ομάδας των ακουσίως νοσηλευομένων, χωρίς φυσικά να συντρέχει ουδεμία υπαιτιότητα των νοσηλευτών.
Η επαγγελματική εξουθένωση οδηγεί σε νοσηλευτικά λάθη, αύξηση των ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων, αύξηση των ενδονοσοκομειακών υποτροπών και επιπλοκών, χαμηλό βαθμό ικανοποίησης των ασθενών και των συγγενών, αύξηση ασθενειών του προσωπικού και απουσία από την εργασία του, χαμηλό δείκτη ποιότητας κ.ά.
Είναι επομένως επιβεβλημένη η νομοθετική καθιέρωση ειδικής και σύμφωνης με τις επιταγές του ΠΟΥ αναλογίας νοσηλευτή-κλίνης στα ψυχιατρικά τμήματα των Νοσοκομείων αλλά και προδιαγραφών στελέχωσης των δομών και μονάδων Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Ψυχικής Υγείας που φιλοξενούν περιστατικά ακούσιας ψυχιατρικής περίθαλψης με πρόβλεψη συνεπειών σε περίπτωση μη τήρησης της αναλογίας αυτής.
Δεν πρέπει να υποτιμάται δε το γεγονός ότι τα περιστατικά βίας και επιθέσεων εναντίον του προσωπικού, αποτελούν σχεδόν καθημερινό φαινόμενο. Όπως είναι ευρέως γνωστό, οι νοσηλευτές των ψυχιατρικών δομών, στηρίζουν με όλες τους τις δυνάμεις ένα σύστημα ψυχικής υγείας με πάρα πολλά προβλήματα. Πασχίζουν και μοχθούν καθημερινά για τη παροχή νοσηλευτικής φροντίδας στο ΕΣΥ και όχι μόνο δεν ανταμείβονται, έστω ηθικώς, όχι μόνο δεν έχει ληφθεί καμία μέριμνα για την ασφάλειά τους κατά την παροχή της εργασίας τους, αλλά σε κάποιες περιπτώσεις οδηγούνται στα δικαστήρια ως κατηγορούμενοι, αντιμετωπιζόμενοι σαν κοινοί εγκληματίες και ως τα εξιλαστήρια θύματα για όλα τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο χώρος της ψυχικής υγείας.
Αν και είναι αυτονόητο, σημειώνουμε ότι οι αρμοδιότητες των Νοσηλευτών αφορούν αποκλειστικά και μόνο στην παροχή νοσηλευτικής φροντίδας σύμφωνα με τα διδάγματα της νοσηλευτικής επιστήμης και σε αυτήν πρέπει να περιοριστούν, προς όφελος των ασθενών, εφόσον εξασφαλιστεί η εργασία τους σε περιβάλλον ασφαλές.
Για το λόγο αυτό, είναι περισσότερο από επιβεβλημένη η πρόβλεψη μέτρων ασφαλείας, σε συμμόρφωση με τη Νομοθεσία για την υγιεινή και ασφάλεια, με θετική διάταξη που να λύνει άπαξ και δια παντός το σοβαρό αυτό πρόβλημα, που συνδέεται τόσο με την ασφάλεια των εργαζομένων, όσο και με το σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων και την προστασία της αξιοπρέπειας των ασθενών.
Για το Διοικητικό Συμβούλιο της Ε.Ν.Ε
Ο Πρόεδρος Ο Γεν. Γραμματέας
Δημήτριος Σκουτέλης Αριστείδης Δάγλας