Η αναβολή της εναρμόνισης της ακαδημαϊκής λειτουργίας της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας (ΕΣΔΥ) με το πρόσφατο σχετικό νομοθετικό πλαίσιο για την ανώτατη εκπαίδευση, αποτελεί αρνητική εξέλιξη στο πεδίο της δημόσιας υγείας, της διοίκησης υπηρεσιών υγείας και της μεταπτυχιακής εκπαίδευσης στα σχετικά γνωστικά πεδία και δεν συνεισφέρει με θετικό τρόπο στην υποστήριξη των πολιτικών δημόσιας υγείας και την ισόρροπη ανάπτυξη της εθνικής υγειονομικής πολιτικής. Για την αποκατάσταση της πραγματικότητας παρέχονται από το Συμβούλιο της Σχολής οι ακόλουθες διευκρινίσεις
(α) Η ΕΣΔΥ, από την ίδρυσή της, αποτελεί ανώτατο εκπαιδευτικό και ερευνητικό ίδρυμα με ειδικά χαρακτηριστικά, το οποίο εποπτεύεται από τα Υπουργεία Παιδείας και Υγείας, με σκοπό, μεταξύ άλλων, τη μεταπτυχιακή εκπαίδευση πτυχιούχων. Ως εκ τούτου, η εναρμόνιση με τους κανόνες που διέπουν την οργάνωση και λειτουργία όλων των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων (ΑΕΙ) δεν θέτει ζήτημα δημιουργίας νέου ΑΕΙ ή νέας Σχολής αλλά απλά εναρμόνιση και εκσυγχρονισμό του θεσμικού πλαισίου, ζήτημα που εκκρεμεί από πολλά χρόνια και έχει επανειλημμένα τεθεί από την ΕΣΔΥ.
(β) Η εποπτεία της ΕΣΔΥ από τα Υπουργεία Παιδείας και Υγείας αιτιολογείται από το γεγονός ότι αφενός αποτελεί ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα το οποίο παρέχει μεταπτυχιακούς τίτλους σπουδών ισότιμους των ΑΕΙ, αφετέρου λόγω της ιστορικής της εξέλιξης έχει καθιερωθεί ως συμβουλευτικό όργανο της πολιτείας σε θέματα πρόληψης και προαγωγής της υγείας του πληθυσμού και αναδιοργάνωσης των υπηρεσιών υγείας. Η πρακτική της διπλής εποπτείας, άλλωστε, έχει εφαρμογή σε πολλές σχολές δημόσιας υγείας του εξωτερικού.
(γ) Η προβλεπόμενη διαδικασία για την ένταξη των μελών του διδακτικού προσωπικού της ΕΣΔΥ στο νέο καθεστώς περιλαμβάνει την κρίση και αξιολόγησή τους σύμφωνα με όσα προβλέπονται για όλα τα ΑΕΙ και κατά συνέπεια ο ισχυρισμός ότι η ένταξη γίνεται “με απλή αίτηση” είναι ανυπόστατος.
(δ) Η ύπαρξη μιας αυτοτελούς Σχολής Δημόσιας Υγείας αποτελεί πολιτική επιλογή η οποία επιβάλλεται από την ιδιαιτερότητα και τη φύση της δημόσιας υγείας, η οποία δεν ταυτίζεται με το σύστημα περίθαλψης ούτε προσεγγίζεται με τα μεθοδολογικά εργαλεία της κλινικής ιατρικής.
Σε μία χώρα όπως η Ελλάδα, όπου απαιτείται να δοθεί ιδιαίτερο βάρος στην πρόληψη και στις πρακτικές της δημόσιας υγείας και χρειάζεται να ενισχυθεί η “πληθυσμιακή προσέγγιση” των φαινομένων της υγείας και της αρρώστιας, ο εκσυγχρονισμός του θεσμικού πλαισίου της ΕΣΔΥ η οποία διαθέτει πλούσια παράδοση στο πεδίο αυτό, αποτελεί ορθή προτεραιότητα και εύστοχη επιλογή. Ώστε να μπορεί να ανταποκρίνεται καλύτερα στο ρόλο της, με την απρόσκοπτη αναπαραγωγή του προσωπικού της και την προσέλκυση του αξιότερου δυνατού επιστημονικού δυναμικού. Αυτό δεν είναι και δεν πρέπει να θεωρείται ανταγωνιστικό προς καμία πλευρά, αλλά επιβάλλεται από τις εθνικές και κοινωνικές ανάγκες, ιδιαίτερα στην τρέχουσα οικονομική συγκυρία όπου οι κοινωνικές ανισότητες και οι παράγοντες κινδύνου έχουν αυξηθεί δραματικά.
Προς τούτο, η Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας, σε συνέχεια του διαλόγου, ο οποίος προηγήθηκε με όλους τους φορείς, περιλαμβανομένων των Ιατρικών Σχολών της χώρας, καλεί τον πολιτικό κόσμο, την ακαδημαϊκή κοινότητα, τους αποφοίτους και τους μεταπτυχιακούς φοιτητές της Σχολής να συμβάλλουν στην απεμπλοκή αυτής της κατάστασης με κριτήριο το δημόσιο συμφέρον και την υπόθεση της δημόσιας υγείας στη χώρα μας, ώστε το πρόβλημα να επιλυθεί με νηφαλιότητα και μακράν από τεχνητές αντιθέσεις και αθεμελίωτες φοβίες οι οποίες εμποδίζουν την κοινή προσπάθεια για τη διαχείριση και τον έλεγχο των παραγόντων κινδύνου για την υγεία και τη βελτίωση του επιπέδου υγείας του ελληνικού πληθυσμού.
Για το Συμβούλιο της Σχολής
Ο Κοσμήτωρ
Γιάννης Κυριόπουλος
Καθηγητής