Προσφάτως δημοσιεύτηκαν οι διατάξεις του Νόμου 4250/2014 (Διοικητικές Απλουστεύσεις – Καταργήσεις, Συγχωνεύσεις Νομικών Προσώπων και Υπηρεσιών του Δημοσίου Τομέα – Τροποποίηση Διατάξεων του π.δ. 318/1992 (Α’ 161) και λοιπές ρυθμίσεις, ΦΕΚ Α΄ 74/26-03-2014).
Πέραν των λοιπών ρυθμίσεων που εισάγουν, ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι προβλέψεις του άρθρου 1 περί της επικύρωσης αντιγράφων.
Ειδικότερα, το άρθρο 1 του Νόμου 4250/2014 τροποποιεί το άρθρο 11 του Νόμου 2690/1999, δηλαδή του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, ορίζοντας τα εξής:
«2.α. Οι ρυθμίσεις της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται στο Δημόσιο, τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.), τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τα Δικαστήρια όλων των βαθμών, τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που ανήκουν στο κράτος ή επιχορηγούνται τακτικώς, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις από κρατικούς πόρους κατά 50% τουλάχιστον του ετήσιου προϋπολογισμού τους, τις δημόσιες επιχειρήσεις και τους οργανισμούς που προβλέπονται στις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 3429/2005, καθώς και στα νομικά πρόσωπα και τις επιχειρήσεις των Ο.Τ.Α..
β. Δεν υφίσταται πλέον η υποχρέωση υποβολής πρωτοτύπων εγγράφων, με την επιφύλαξη της περίπτωσης δ’ και των εγγράφων που προσκομίζονται για δικαστική χρήση, που έχουν εκδοθεί από τις υπηρεσίες και τους φορείς της περίπτωσης α’ ή επικυρωμένων αντιγράφων των εγγράφων αυτών από τους ενδιαφερόμενους για το σύνολο των συναλλαγών τους με τις υπηρεσίες και τους φορείς της περίπτωσης α’.
Αντί πρωτοτύπων ή επικυρωμένων αντιγράφων, υποβάλλονται και γίνονται υποχρεωτικά αποδεκτά από τις υπηρεσίες και τους φορείς της περίπτωσης α’, ευκρινή φωτοαντίγραφα των πρωτοτύπων εγγράφων που εκδόθηκαν από τις υπηρεσίες και τους φορείς αυτούς ή των ακριβών αντιγράφων τους.
Ομοίως, υποβάλλονται και γίνονται υποχρεωτικά αποδεκτά ευκρινή φωτοαντίγραφα από αντίγραφα ιδιωτικών εγγράφων τα οποία έχουν επικυρωθεί από δικηγόρο, καθώς και ευκρινή φωτοαντίγραφα από τα πρωτότυπα όσων ιδιωτικών εγγράφων φέρουν θεώρηση από υπηρεσίες και φορείς της περίπτωσης α’.
Ομοίως, υποβάλλονται και γίνονται υποχρεωτικά αποδεκτά ευκρινή φωτοαντίγραφα από αντίγραφα εγγράφων που έχουν εκδοθεί από αλλοδαπές αρχές και έχουν επικυρωθεί από δικηγόρο.
Οι υπηρεσίες και οι φορείς στους οποίους κατατίθενται φωτοαντίγραφα, κατά τα ανωτέρω, υποχρεούνται να διενεργούν δειγματοληπτικό έλεγχο προκειμένου να εξακριβώσουν την ακρίβεια των στοιχείων που αναγράφονται σε αυτά, σε τουλάχιστον πέντε τοις εκατό (5%) των φωτοαντιγράφων που υποβλήθηκαν κατά το αμέσως προηγούμενο τρίμηνο, ιδίως ζητώντας τη συνδρομή των υπηρεσιών ή των φορέων που εξέδωσαν τα πρωτότυπα. Τα αποτελέσματα αυτού του ελέγχου εν συνεχεία κοινοποιούνται στην καθ’ ύλην αρμόδια οργανική μονάδα του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης.
Εάν διαπιστωθεί κατά τον υποχρεωτικό ή άλλο έλεγχο ότι υποβλήθηκαν αλλοιωμένα φωτοαντίγραφα, εκτός από τις κυρώσεις που προβλέπονται στην παρ. 6 του άρθρου 22 του ν. 1599/1986 και που επιβάλλονται στον ενδιαφερόμενο, εφόσον η πράξη αυτή δεν τιμωρείται αυστηρότερα από άλλη ποινική διάταξη, η διοικητική ή άλλη πράξη, για την έκδοση της οποίας υποβλήθηκαν τα φωτοαντίγραφα αυτά, ανακαλείται αμέσως.
γ. Οι διοικητικές αρχές και τα ΚΕΠ εξακολουθούν να επικυρώνουν αντίγραφα από το πρωτότυπο ή από το ακριβές αντίγραφο της διοικητικής αρχής (όπως ορίζεται στο άρθρο 1 του ν. 2690/1999 (Α’ 45), που το εξέδωσε, μόνο στην περίπτωση που αυτά υποβάλλονται από τον ενδιαφερόμενο σε φορείς που δεν εμπίπτουν στις διατάξεις του παρόντος. Αντίγραφα των ανωτέρω επικυρώνονται και από δικηγόρους ή συμβολαιογράφους, σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν την άσκηση των λειτουργημάτων τους.
Ομοίως, οι διοικητικές αρχές και τα ΚΕΠ εξακολουθούν να επικυρώνουν αντίγραφα από αντίγραφα ιδιωτικών εγγράφων ή εγγράφων που έχουν εκδοθεί από αλλοδαπές αρχές, τα οποία έχουν επικυρωθεί από δικηγόρο, μόνο στην περίπτωση που αυτά υποβάλλονται σε φορείς που δεν εμπίπτουν στις διατάξεις του παρόντος.
δ. Η απαίτηση υποβολής πρωτοτύπων εγγράφων, που έχουν εκδοθεί από τις υπηρεσίες και τους φορείς της περίπτωσης α’, όταν προβλέπεται ρητά από την κείμενη νομοθεσία, καταργείται με την παρέλευση τριών μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου. Εντός του προαναφερόμενου χρονικού διαστήματος, με απόφαση του Υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και του κάθε φορά αρμόδιου Υπουργού μπορεί να ορίζεται, κατά περίπτωση, η διατήρηση της απαίτησης υποβολής πρωτοτύπων εγγράφων σε διαδικασίες, εφόσον το επιβάλλουν εξαιρετικοί λόγοι, που αναφέρονται ρητώς σε αυτήν.
ε. Με την επιφύλαξη της περίπτωσης δ’, από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου καταργείται κάθε ειδική ή γενική διάταξη που αντίκειται στις διατάξεις αυτού».
Είναι προφανές, ότι με τις παραπάνω διατάξεις επιχειρείται η απλούστευση και συνάμα η επιτάχυνση πλήθους διοικητικών διαδικασιών, για την ολοκλήρωση των οποίων ήταν απαραίτητη η προσκόμιση είτε πρωτότυπων εγγράφων, είτε επικυρωμένων αντιγράφων αυτών.
Η εν λόγω ρύθμιση αναμφίβολα θα διευκολύνει μια σειρά συναλλαγών των πολιτών με τις αρμόδιες διοικητικές αρχές, περιορίζοντας με δραστικό τρόπο τα φαινόμενα γραφειοκρατίας που ταλανίζουν επί δεκαετίες την ελληνική δημόσια διοίκηση.
Περαιτέρω, ενόψει της γενικής διατύπωσης των επίμαχων διατάξεων καθίσταται σαφές, ότι το πεδίο εφαρμογής τους είναι ευρύτατο, καταλαμβάνοντας αναγκαστικώς και τις σχέσεις και συναλλαγές των δημοσίων υπαλλήλων με την οικεία υπηρεσία τους – φορέα απασχόλησης.
Για παράδειγμα θα πρέπει να γίνει δεκτό, ότι η προσκόμιση στην υπηρεσία ενός νεοαποκτηθέντος τίτλου σπουδών από έναν υπάλληλο δεν χρειάζεται να γίνει στην πρωτότυπη μορφή του ή σε μορφή επικυρωμένου αντιγράφου, αλλά αρκεί η προσκόμιση ενός ευκρινούς φωτοαντίγραφου του πρωτοτύπου.
Συναφώς υποστηρίζεται, ότι και στις διαδικασίες ενώπιον του ΑΣΕΠ δεν απαιτείται πλέον η προσκόμιση επικυρωμένων αντιγράφων, παρά ευκρινών φωτοαντιγράφων.
Σε κάθε περίπτωση υπενθυμίζουμε την επιφύλαξη της περίπτωσης δ΄ των προαναφερθεισών διατάξεων, σύμφωνα με την οποία ο Υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης μετά του εκάστοτε συναρμόδιου Υπουργού δύνανται να αποφασίζουν περί της διατήρησης της υποχρέωσης προσκόμισης εγγράφων σε πρωτότυπη μορφή σε συγκεκριμένες διαδικασίες, εφόσον αυτό επιβάλλεται από εξαιρετικούς λόγους, οι οποίοι θα πρέπει προφανώς να μνημονεύονται στις σχετικές κοινές υπουργικές αποφάσεις που μέλλουν να εκδοθούν.