Ενόψει των πρόσφατων επιταγών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προς την Ελλάδα, για την συμμόρφωση της χώρας μας με τους κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης περί της αμοιβαίας αναγνώρισης των επαγγελματικών προσόντων των νοσηλευτών, η Ένωση Νοσηλευτών Ελλάδος (ΕΝΕ) δηλώνει τα ακόλουθα :
Η Ελλάδα, δια της θέσεως σε ισχύ των διατάξεων του Προεδρικού Διατάγματος 38/2010, ενσωμάτωσε στην εθνική έννομη τάξη τις διατάξεις της Οδηγίας 2005/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 7ης Σεπτεμβρίου 2005, σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων. Με τον τρόπο αυτό επήλθε, έστω και καθυστερημένα, πλήρης προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας με το ισχύον κοινοτικό δίκαιο περί της αμοιβαίας αναγνώρισης των επαγγελματικών προσόντων διαφόρων κατηγοριών επαγγελματιών, μεταξύ, δε, αυτών και των νοσηλευτών.
Ενόψει της ανωτέρω εξέλιξης κάθε Έλληνας ή Ελληνίδα υπήκοος, που αποκτά τον επαγγελματικό τίτλο του νοσηλευτή εις ένα εκ των Κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δύναται πλέον, κατ’εφαρμογή των διατάξεων του ΠΔ 38/2010, να ασκεί ελεύθερα το νοσηλευτικό επάγγελμα και στην Ελλάδα, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη ακαδημαϊκή αναγνώριση του τίτλου σπουδών.
Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγουμε ενόψει της αναμφισβήτητης ειδικότητας των διατάξεων του ΠΔ 38/2010 εν σχέσει με τις γενικού περιεχομένου διατάξεις του άρθρου 3§2 περίπτωση ε΄ του Νόμου 3252/2004, όπου γίνεται λόγος περί ισοτιμίας των διπλωμάτων των νοσηλευτικών σχολών της αλλοδαπής με τα αντίστοιχα πτυχία σχολών της ημεδαπής. Προφανώς η συγκεκριμένη διάταξη παραμένει σε ισχύ κατά το μέρος που αφορά τίτλους σπουδών, που έχουν αποκτηθεί σε νοσηλευτικές σχολές χωρών εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Προς επίρρωση της ανωτέρω θέσης παρατίθενται οι διατάξεις του άρθρου 3§3 του Νόμου 3252/2004, σύμφωνα με τις οποίες «αλλοδαποί που δικαιούνται σύμφωνα με τις διατάξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης να ασκούν τη Νοσηλευτική στην Ελλάδα, υποχρεούνται να γίνουν μέλη της Ε.Ν.Ε., με τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις». Εκ των προαναφερθεισών διατάξεων προκύπτει, ότι η ελληνική νομοθεσία, ήδη προ της προσαρμογής της με το ρυθμιστικό πλαίσιο της Οδηγίας 2005/36/ΕΚ, περιείχε σαφή πρόβλεψη περί της άσκησης του νοσηλευτικού επαγγέλματος στην Ελλάδα από αλλοδαπούς, οι οποίοι απέκτησαν τον επαγγελματικό τίτλο του νοσηλευτή σε χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίς την προηγούμενη ακαδημαϊκή αναγνώριση του τίτλου σπουδών τους.
Μετά την ενσωμάτωση της Οδηγίας 2005/36/ΕΚ στην εθνική έννομη τάξη, η ως άνω ρύθμιση καταλαμβάνει πλέον, πέραν των αλλοδαπών, και τους Έλληνες που ασκούν νομίμως το νοσηλευτικό επάγγελμα σε κάποιο εκ των Κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Από τον συνδυασμό και την ερμηνευτική προσέγγιση των παραπάνω παρατηρήσεων και νομοθετικών διατάξεων προκύπτει, ότι η ελληνική νομοθεσία δεν παραβιάζει επί της ουσίας τους κανόνες του ισχύοντος κοινοτικού δικαίου περί της αμοιβαίας αναγνώρισης των επαγγελματικών προσόντων των νοσηλευτών, μέσω της καθιέρωσης της προηγούμενης υποχρεωτικής ακαδημαϊκής αναγνώρισης των τίτλων σπουδών των ενδιαφερομένων. Με άλλα λόγια, ο κανόνας περί της ισοτιμίας των πτυχίων των νοσηλευτών που ασκούν το νοσηλευτικό επάγγελμα σε χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης κάμπτεται, ενόψει της εφαρμογής των νεότερων και ειδικών διατάξεων του ΠΔ 38/2010.
Ως μόνη προϋπόθεση για την εν Ελλάδι νόμιμη άσκηση του νοσηλευτικού επαγγέλματος παραμένει η προηγούμενη υποχρεωτική εγγραφή στα μητρώα της ΕΝΕ, που έχει ως βασικό σκοπό τον περιορισμό της αντιποίησης του επαγγέλματος, την εφαρμογή κοινών κανόνων δεοντολογίας και την δημιουργία συναδελφικού πνεύματος μεταξύ των νοσηλευτών.
Στο σημείο, βέβαια, αυτό θα πρέπει να επισημανθεί, ότι δια των διατάξεων του ΠΔ 38/2010 και ειδικώς για το νοσηλευτικό επάγγελμα, δεν καθιερώνεται ένα αυτοματοποιημένο σύστημα αναγνώρισης των επαγγελματικών προσόντων, δοθέντος ότι σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7§5 του ως άνω ΠΔ, «κατά την πρώτη παροχή υπηρεσιών, στην περίπτωση των νομοθετικά ρυθμιζόμενων επαγγελμάτων που έχουν επιπτώσεις στη δημόσια υγεία ή ασφάλεια και δεν τυγχάνουν αυτόματης αναγνώρισης δυνάμει του τίτλου ΙΙΙ κεφάλαιο ΙΙΙ, τα οποία περιλαμβάνονται στο παράρτημα VIII του παρόντος διατάγματος, η αρμόδια αρχή της παραγράφου 6 του παρόντος άρθρου, εφόσον κρίνει ότι είναι αναγκαίο για την αποφυγή σοβαρής βλάβης της υγείας ή της ασφάλειας του αποδέκτη της υπηρεσίας λόγω έλλειψης επαγγελματικών προσόντων του παρόχου, διενεργεί, πριν από την πρώτη παροχή υπηρεσιών, έλεγχο των επαγγελματικών προσόντων του παρόχου για το οικείο επάγγελμα».
Ομοίως, σύμφωνα με το άρθρο 14§1 του ΠΔ 38/2010, «το άρθρο 13 δεν κωλύει την αρμόδια αρχή του άρθρου 54 να απαιτεί από τον αιτούντα την πραγματοποίηση πρακτικής άσκησης προσαρμογής επί τρία έτη, κατ’ ανώτατο όριο, ή την υποβολή σε δοκιμασία επάρκειας σε μία από τις ακόλουθες περιπτώσεις: α) εφόσον η διάρκεια της εκπαίδευσης που επικαλείται δυνάμει του άρθρου 13, παράγραφοι 1 ή 2, είναι μικρότερη κατά τουλάχιστον ένα έτος από εκείνη που απαιτείται στην Ελλάδα β) εφόσον η εκπαίδευση που έχει λάβει αφορά τομείς γνώσεων ουσιωδώς διαφορετικούς από εκείνους που καλύπτονται από τον απαιτούμενο στην Ελλάδα τίτλο εκπαίδευσης γ) εφόσον το νομοθετικώς ρυθμιζόμενο επάγγελμα στην Ελλάδα περιλαμβάνει μία ή περισσότερες νομοθετικώς ρυθμιζόμενες επαγγελματικές δραστηριότητες, οι οποίες δεν υπάρχουν στο αντίστοιχο επάγγελμα στο κράτος μέλος προέλευσης του αιτούντος, κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 2, και εφόσον η εν λόγω διαφορά συνίσταται στη συγκεκριμένη εκπαίδευση που απαιτείται στην Ελλάδα και η οποία αφορά τομείς γνώσεων ουσιωδώς διαφορετικούς από εκείνους που καλύπτονται από τη βεβαίωση επάρκειας ή τον τίτλο εκπαίδευσης που διαθέτει ο αιτών».
Ενόψει των ανωτέρω και δοθέντος ότι η άσκηση του νοσηλευτικού επαγγέλματος έχει άμεση επίπτωση στην δημόσια υγεία, η ΕΝΕ έχει ήδη υποβάλει σχέδιο Κοινής Υπουργικής Απόφασης για την λήψη αντισταθμιστικών μέτρων κατά την διαδικασία αναγνώρισης επαγγελματικών προσόντων νοσηλευτών.
Με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται η πιστή τήρηση και εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 31 του ΠΔ 38/2010 και ιδίως της παραγράφου 6, σύμφωνα με την οποία «η εκπαίδευση του νοσοκόμου υπεύθυνου για γενική περίθαλψη παρέχει την εγγύηση ότι ο ενδιαφερόμενος έχει αποκτήσει τις ακόλουθες γνώσεις και δεξιότητες: α) προσήκουσες γνώσεις των επιστημών στις οποίες βασίζεται η γενική περίθαλψη, συμπεριλαμβανομένης της ικανοποιητικής γνώσεως του οργανισμού, των φυσιολογικών λειτουργιών και της συμπεριφοράς των υγιών και των ασθενών προσώπων, καθώς και των σχέσεων που υφίστανται μεταξύ της κατάστασης της υγείας του ανθρώπου και του φυσικού και κοινωνικού περιβάλλοντός του β) ικανοποιητική γνώση της φύσης και της δεοντολογίας του επαγγέλματος και των γενικών αρχών που αφορούν την υγεία και την περίθαλψη γ) προσήκουσα κλινική πείρα, η οποία πρέπει να επιλέγεται για τον εκπαιδευτικό της χαρακτήρα και να έχει αποκτηθεί υπό τον έλεγχο ειδικευμένων νοσοκόμων και σε χώρους όπου ο αριθμός του ειδικευμένου προσωπικού και ο εξοπλισμός είναι κατάλληλοι για την περίθαλψη των ασθενών από νοσοκόμους δ) ικανότητα συμμετοχής στην εκπαίδευση του υγειονομικού προσωπικού και εμπειρία από τη συνεργασία με το προσωπικό αυτό ε) εμπειρία από τη συνεργασία με άλλους επαγγελματίες του υγειονομικού τομέα».
Ενόψει όλων των παραπάνω η ΕΝΕ θεωρεί, ότι η ισχύουσα ελληνική νομοθεσία εναρμονίζεται πλήρως με τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου περί της αναγνώρισης των επαγγελματικών προσόντων των νοσηλευτών, διευκολύνοντας την ελευθερία εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών στην Ελλάδα από όσους Έλληνες ή αλλοδαπούς ασκούν νομίμως το νοσηλευτικό επάγγελμα σε χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Για το Διοικητικό Συμβούλιο της Ε.Ν.Ε.
Ο Πρόεδρος Ο Γεν. Γραμματέας
Δημήτρης Σκουτέλης Αριστείδης Δάγλας