Είναι γεγονός, ότι σε πολλές περιπτώσεις κένωσης θέσεων ευθύνης εκδίδονται σχετικές πράξεις ανάθεσης, δυνάμει των οποίων χρήζεται κάποιος υπάλληλος ως προϊστάμενος μέχρι του χρονικού σημείου διενέργειας των κρίσεων από το οικείο υπηρεσιακό συμβούλιο.
Κρίσιμες εν προκειμένω είναι οι διατάξεις του άρθρου 7§8 του Νόμου 3329/2005, σύμφωνα με τις οποίες ο διοικητής του νοσοκομείου «αναθέτει προσωρινά καθήκοντα Προϊσταμένου Διεύθυνσης, Υποδιεύθυνσης και Τομέα μέχρι την πλήρωση των θέσεων αυτών». Όπως προκύπτει εκ των ανωτέρω, η αρμοδιότητα της έκδοσης πράξεων ανάθεσης καθηκόντων προϊσταμένου των οργανικών μονάδων όλων των ιεραρχικών επιπέδων ενός νοσοκομείου ανήκει αναμφίβολα στον οικείο διοικητή.
Η επίμαχη αρμοδιότητα αναγνωρίζεται υπέρ του προσώπου του διοικητή, χωρίς να τίθενται κάποια κριτήρια ή περιορισμοί είτε κατά την διαδικασία επιλογής υπαλλήλου, είτε και για τον χρόνο έκδοσης της πράξης ανάθεσης. Με άλλα λόγια, ο διοικητής του νοσοκομείου λειτουργεί εν προκειμένω επί τη βάσει μιας ευρείας διακριτικής ευχέρειας, που του απονέμει ευθέως ο νομοθέτης.
Υποστηρίζεται, βέβαια, ότι όπως συμβαίνει σε όλες τις περιπτώσεις της καθιέρωσης μιας μορφής διακριτικής ευχέρειας υπέρ των διοικητικών οργάνων, αυτή θα πρέπει να ασκείται τηρουμένων ορισμένων γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου, καθώς και των υπερκείμενων συνταγματικών διατάξεων. Βασική αρχή που θα πρέπει να εφαρμόζεται κατά την διαδικασία επιλογής υπαλλήλου για την εις αυτόν ανάθεση καθηκόντων προϊσταμένου είναι οπωσδήποτε η αρχή της αξιοκρατίας.
Υπ’αυτήν την έννοια, ναι μεν ο διοικητής νοσοκομείου έχει την ευχέρεια επιλογής του υπαλλήλου, πλην όμως η πράξη ανάθεσης, προκειμένου να είναι απολύτως νόμιμη και ειδικώς αιτιολογημένη, θα πρέπει έστω και συνοπτικά να μνημονεύει τους λόγους για τους οποίους ο συγκεκριμένος υπάλληλος, σε συνέχεια συγκριτικής αξιολόγησης των τυπικών και ουσιαστικών προσόντων περισσοτέρων υπαλλήλων, υπερισχύει τούτων και κρίνεται ως καταλληλότερος για την άσκηση καθηκόντων προϊσταμένου.
Με άλλα λόγια, κατά την διαδικασία ανάθεσης καθηκόντων θέσεων ευθύνης θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και να συνεκτιμώνται τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα όλων εκείνων των υπαλλήλων, οι οποίοι κατά Νόμο δύνανται να ασκούν αντίστοιχα καθήκοντα.
Επισημαίνεται, τέλος, ότι ο συνολικός χρόνος προϋπηρεσίας ενός υπαλλήλου δεν μπορεί να αποτελεί το μοναδικό και ασφαλές κριτήριο για την ανάθεση καθηκόντων, ενώ σημειώνεται, ότι για την κατάληψη θέσεως προϊσταμένου τμήματος δεν απαιτείται υποχρεωτικώς η προηγούμενη άσκηση αντίστοιχων καθηκόντων.