Ως γνωστόν το Δημοσιοϋπαλληλικό Δίκαιο που ισχύει στη χώρα μας στηρίζεται εν πολλοίς εις ένα σύστημα ιεραρχίας πυραμιδοειδούς μορφής. Η λειτουργία του εν λόγω συστήματος διασφαλίζεται μέσω της προαγωγικής εξέλιξης των δημοσίων υπαλλήλων και της επιλογής προϊσταμένων των διαφόρων οργανωτικών μονάδων της δημόσιας διοίκησης.
Η επιλογή των προϊσταμένων αποτελεί διαδικασία εξαιρετικά κρίσιμη, δοθέντος ότι από την δράση ενός προϊσταμένου εξαρτάται η πορεία και η εύρυθμη λειτουργία μιας ολόκληρης μονάδας, της οποίας ηγείται, απευθύνοντας δεσμευτικές εντολές και παρέχοντας οδηγίες στο υφιστάμενο προσωπικό.
Παγίως, δε, γίνεται δεκτό, ότι η επιλογή των προϊσταμένων αποτελεί χρονικώς ορισμένη ανάθεση ειδικών καθηκόντων. Εκ τούτων έπεται, ότι ο προϊστάμενος επιφορτίζεται για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα με την εκτέλεση εξειδικευμένων καθηκόντων, ενώ μετά την λήξη της θητείας του επιστρέφει αυτοδίκαια στην οργανική του θέση, η οποία παραμένει κενή καθ’όλη την διάρκεια της θητείας του (ΣτΕ 1907/2002 κ.ά.).
Κατά συνέπεια, κατά τον χρόνο άσκησης καθηκόντων προϊσταμένου είναι σαφές, ότι ο υπάλληλος δεν συνεχίζει την εκτέλεση των συνήθων υπηρεσιακών του καθηκόντων, ούτε δύναται να ενταχθεί στο σύνηθες πρόγραμμα εργασίας, δοθέντος ότι κάτι τέτοιο δεν συνάδει με την ιδιότητα του προϊσταμένου.
Κατά τα λοιπά είναι γεγονός, ότι ουδείς νόμος περιγράφει τα καθήκοντα που αντιστοιχούν σε θέση προϊσταμένου, δοθέντος ότι αυτά εξαρτώνται από την φύση της υπηρεσίας, αλλά και της μονάδας όπου προΐσταται κάθε υπάλληλος.