Αναφορικά με τον θεσμό της μετακίνησης δημοσίων υπαλλήλων επισημαίνονται τα ακόλουθα :
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 66§1 του Δημοσιοϋπαλληλικού Κώδικα (Νόμος 3528/2007), μετακίνηση υπαλλήλου από μία οργανική μονάδα σε άλλη της ίδιας αρχής πραγματοποιείται με απόφαση του προϊσταμένου της.
Ενόψει της πάγιας και ορθής ερμηνευτικής προσέγγισης της ως άνω διάταξης, η μετακίνηση υπαλλήλου αποτελεί μέτρο εσωτερικής φύσεως μιας υπηρεσίας, ενώ η πράξη μετακίνησης εκδίδεται κατ’απόλυτη διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου διοίκησης. Έχει μάλιστα κριθεί, ότι για την πράξη μετακίνησης, άρα και για την απόρριψη σχετικής αίτησης περί μετακίνησης, δεν απαιτείται η παράθεση συγκεκριμένης αιτιολογίας.
Με άλλα λόγια, τα εκάστοτε αρμόδια όργανα διοίκησης δεν δεσμεύονται από την τυχόν υποβολή αιτήσεων για μετακίνηση, την στιγμή, μάλιστα, που σύμφωνα με αυστηρά γραμματική ερμηνεία της διάταξης της παραγράφου 1 του άρθρου 66 του Δημοσιοϋπαλληλικού Κώδικα, δεν προβλέπεται καν η δυνατότητα υποβολής παρόμοιων αιτήσεων. Κι αυτό γιατί, όπου ο νομοθέτης θέλησε να καθιερώσει διαδικασία υποβολής αιτήσεων για υπηρεσιακές μεταβολές, το όρισε ρητώς, όπως για παράδειγμα η αίτηση μετάθεσης (άρθρο 67§1), οι αιτήσεις μετάταξης (άρθρα 69§1, 70§1, 72§1) κλπ.
Συμπερασματικά, η κρίση επί αιτήσεων μετακίνησης προσωπικού επαφίεται στην απόλυτη διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου. Σε κάθε περίπτωση, βέβαια, κατά την διαδικασία κατανομής και τοποθέτησης του προσωπικού σε συγκεκριμένες θέσεις, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα προσόντα ή οι ειδικότερες προϋποθέσεις που προβλέπονται από τον Οργανισμό της Υπηρεσίας, σχετικές εγκυκλίους ή άλλες ειδικές διατάξεις για κάθε θέση.
Σε κάθε περίπτωση επισημαίνεται, ότι πάσα πράξη μετακίνησης πρέπει να είναι διατυπωμένη εγγράφως, δοθέντος ότι συνιστά μια μορφή υπηρεσιακής μεταβολής, που δεν δύναται να λάβει χώρα απλά προφορικώς.
Επιπλέον, συνεχείς και διαδοχικές πράξεις μετακίνησης του ίδιου υπαλλήλου από μια οργανική μονάδα σε άλλη δύνανται να θεωρηθούν ως καταχρηστικές και ερχόμενες σε αντίθεση με την αρχή της χρηστής διοίκησης.
Τέλος, η μη συμμόρφωση υπαλλήλου με το περιεχόμενο πράξης μετακίνησής του συνιστά το πειθαρχικό παράπτωμα της παράβασης υπαλληλικού καθήκοντος, που έγκειται στην μη εκτέλεση οδηγίας – εντολής της προϊσταμένης αρχής. Η πειθαρχική ποινή που δύναται να επιβληθεί εξαρτάται από τον τρόπο κίνησης της πειθαρχικής δίωξης (κλήση σε απολογία από τον πειθαρχικό προϊστάμενο ή παραπομπή στο οικείο πειθαρχικό συμβούλιο).