Η ΕΝΕ έχει επανειλημμένως υποστηρίξει, ότι οι νοσηλευτές που αποδεδειγμένα πάσχουν από κάποια σοβαρή ασθένεια θα πρέπει να τυγχάνουν ειδικής αντιμετώπισης, σαφώς διακριτής από το λοιπό νοσηλευτικό προσωπικό, όσον αφορά την ένταξή τους στο κυκλικό ωράριο και την εκτέλεση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων.
Η ως άνω θέση ερείδεται επί σειράς συγκεκριμένων διατάξεων, αλλά και γενικών αρχών του δικαίου, που διαμορφώνουν από κοινού ένα προστατευτικό πλαίσιο για κάθε νοσούντα δημόσιο υπάλληλο.
1) Ειδικότερα, ξεκινώντας από τις διατάξεις του Δημοσιοϋπαλληλικού Κώδικα (Νόμος 3528/2007), παρατηρούμε ήδη στο 1ο άρθρο την καθιέρωση της αρχής της κοινωνικής αλληλεγγύης, η οποία οφείλει να διέπει την υπηρεσιακή κατάσταση των δημοσίων υπαλλήλων. Η έννοια της αλληλεγγύης είναι άμεσα συνυφασμένη με τις έννοιες της προστασίας, της ειδικής φροντίδας, της μέριμνας, της ηθικής και υλικής εξύψωσης και γενικότερα της προστασίας της αξίας του ανθρώπου. Αλληλεγγύη σημαίνει πρωτίστως επίδειξη αλτρουισμού, που εκδηλώνεται δίχως αντάλλαγμα και ιδιοτέλεια, σε εκπλήρωση ηθικής υποχρέωσης, η οποία υπάρχει ιδίως μεταξύ των ανθρώπων που τους συνδέει κάποια κοινή μοίρα στη ζωή ή κάποια κοινωνική ή φυσική κατάσταση. Κατ’ακολουθίαν, αποδέκτες της αλληλεγγύης ως «κοινωνικής» είναι όσοι έχουν ανάγκη, ένεκα δυσμενών συνθηκών, δυναμένων να οφείλονται σε πρόβλημα υγείας. Υπογραμμίζεται, ότι η επίδειξη αλληλεγγύης εκφράζεται σε τελευταία ανάλυση με κρατική παροχή, μη συνδεόμενη με αντιπαροχή του αποδέκτη της.
Ενόψει των ανωτέρω παρατηρήσεων, που γίνονται ευρέως αποδεκτές από την ελληνική θεωρία και νομολογία, και πέραν οιουδήποτε άλλου εννοιολογικού περιεχομένου και ερμηνευτικής προσέγγισης, η αρχή της κοινωνικής αλληλεγγύης επιβάλλει σε κάθε περίπτωση την στήριξη με κάθε δυνατό μέσο των ασθενέστερων κοινωνικών ομάδων, στις οποίες συγκαταλέγονται αναγκαστικά και όσοι πάσχουν από χρόνιες, σοβαρές ή ιδιαζούσης φύσεως ασθένειες. Εντεύθεν, οι δημόσιοι υπάλληλοι που ανήκουν στην ως άνω κατηγορία δέον να τελούν υπό ιδιαίτερο καθεστώς, ει δυνατόν απόλυτα προσαρμοσμένο στην ασθένειά τους. Κατ’αυτόν τον τρόπο, αφενός αποφεύγεται ο κίνδυνος περαιτέρω επιβάρυνσης της υγείας τους, αφετέρου επιτυγχάνεται η μέγιστη δυνατή απόδοσή τους, που αποτελεί άλλωστε κατευθυντήρια γραμμή του Δημοσιοϋπαλληλικού Κώδικα, σύμφωνα με το προαναφερθέν 1ο άρθρο αυτού.
2) Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 44 του Δημοσιοϋπαλληλικού Κώδικα, οι υπάλληλοι έχουν δικαίωμα στη διασφάλιση συνθηκών υγιεινής και ασφάλειας στο χώρο εργασίας τους. Η εν λόγω διάταξη έχει εξειδικευθεί από πλήθος άλλων νομοθετημάτων, μέρος των οποίων αποτελεί κατ’ουσίαν εναρμόνιση του εθνικού δικαίου προς το παράγωγο ευρωπαϊκό και κοινοτικό δίκαιο. Τα ως άνω νομοθετήματα, όπως για παράδειγμα ο κατευθυντήριος Νόμος 1568/1985 και ο νεότερος 3850/2010 για την υγιεινή και ασφάλεια των εργαζομένων, περιλαμβάνουν σειρά προστατευτικών ρυθμίσεων για πληθυσμιακές ομάδες που χρήζουν αυξημένης προστασίας, όπως οι γυναίκες κατά το διάστημα κυήσεως, λοχείας και γαλουχίας, οι εργαζόμενοι που εκτίθενται σε χημικούς ή καρκινογόνους παράγοντες κλπ. Από τις ανωτέρω διατάξεις καθίσταται σαφές, ότι ο Έλληνας νομοθέτης αποβλέπει γενικότερα στην προστασία της υγείας των δημοσίων υπαλλήλων, ενώ λαμβάνει ειδική μέριμνα για συγκεκριμένες κατηγορίες εργαζομένων. Η ως άνω νομοθετική επιλογή δεν είναι τυχαία, αλλά αποτελεί την άμεση πιστή τήρηση και πρακτική εφαρμογή της συνταγματικής επιταγής του άρθρου 21§3, σύμφωνα με την οποία το Κράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών.
Ενόψει της ανωτέρω συνταγματικής επιταγής, θεωρείται αδιανόητη αλλά και ευθέως αντισυνταγματική η μη προσήκουσα μεταχείριση των υπαλλήλων που νοσούν, δια της λήψεως ειδικών διοικητικών μέτρων που προσιδιάζουν στην ατομική περίπτωση καθενός. Κατά το μέρος που αφορά τους Νοσηλευτές, τα εν λόγω επιβαλλόμενα ειδικά μέτρα δύνανται να συνίστανται στην ανάθεση και εκτέλεση συγκεκριμένων καθηκόντων που δεν επιβαρύνουν την υγεία του ενδιαφερομένου, ειδικό καθεστώς προσαρμογής στο κυκλικό ωράριο ή ολοκληρωτική εξαίρεση από αυτό, ευμενή μετακίνηση, απόσπαση ή μετάταξη σε θέση που δεν επηρεάζει αρνητικά την υγεία του ενδιαφερομένου κλπ. Η λήψη κάθε τέτοιου μέτρου, που κρίνεται αναγκαίο για την διασφάλιση της υγείας και της ασφάλειας ενός εργαζομένου, δέον να εξετάζεται αμελλητί από τον αρμόδιο προϊστάμενο, εφόσον η νόσος του συγκεκριμένου υπαλλήλου και η σοβαρότης αυτής πιστοποιείται δι’ιατρικής γνωματεύσεως.
3) Περαιτέρω, η ανάγκη καθιέρωσης ενός ειδικού καθεστώτος μεταχείρισης των νοσούντων υπαλλήλων προκύπτει αναμφισβήτητα από την συνταγματικώς κατοχυρωμένη προστασία της αξίας του ανθρώπου. Η προστασία της αξίας του ανθρώπου είναι οπωσδήποτε έννοια πολυδιάστατη, εμπεριέχουσα αναγκαστικώς την προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της υγείας, του προσωπικού και επαγγελματικού βίου. Υπό το πρίσμα της ανωτέρω συνταγματικής επιταγής, δεν νοείται παραγνώριση του αντικειμενικού γεγονότος της ασθένειας, είτε σωματικής, είτε ψυχικής, ενός δημοσίου υπαλλήλου και μη υπαγωγή του αυτομάτως σε ειδικό καθεστώς υπηρεσιακής κατάστασης, συμβατό με την φύση της νόσου και τις ιδιαίτερες παραμέτρους αυτής. Σε διαφορετική περίπτωση, θίγεται βάναυσα ο ίδιος ο πυρήνας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, που αποτελεί την κορωνίδα των θεμελιωδών – ατομικών δικαιωμάτων, όπως αυτά περιγράφονται στο ελληνικό Σύνταγμα και σε ευρωπαϊκά και διεθνή κείμενα.
4) Επιπλέον, η λήψη προστατευτικών μέτρων στην υπηρεσία υπέρ νοσούντων υπαλλήλων υπαγορεύεται και από λόγους δημοσίου συμφέροντος. Με άλλα λόγια, η διασφάλιση του αγαθού της υγείας των εργαζομένων, της μέγιστης δυνατής αποδοτικότητας αυτών και των καλύτερων δυνατών όρων διαβίωσης και εργασίας αποτελούν πρωταρχικό στόχο της Πολιτείας και εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον και την κοινωνική ευημερία. Η λήψη δε υπόψη των ως άνω λόγων δημοσίου συμφέροντος καθίσταται επιτακτική, καθ’όσον οι κάθε μορφής υπάλληλοι αποτελούν το εργατικό δυναμικό της χώρας, που στηρίζει ενεργά το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης και γενικότερα την εθνική οικονομία της χώρας.
Ενόψει τούτων καθίσταται σαφές, ότι η προστασία της υγείας των υπαλλήλων ως υπέρτατου αγαθού θα πρέπει να χαίρει αντίστοιχου σεβασμού από την υπηρεσία και τους προϊσταμένους.