Σε απάντηση του ερωτήματος σας με αρ. πρωτ. 974/15-12-2009 σχετικά με την παροχή εργασίας κατά την νυχτερινή βάρδια επισημαίνονται τα ακόλουθα :
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 περίπτωση 3-4 του Προεδρικού Διατάγματος 88/1989, για την εφαρμογή του εν λόγω νομοθετήματος νοούνται ως : «… 3. Νυχτερινή περίοδος: Η περίοδος οκτώ (8) ωρών με έναρξη την 22.00 μ. μ. και λήξη την 06.00 π .μ. 4. Εργαζόμενος τη νύχτα: α. Κάθε εργαζόμενος κατά τη νυχτερινή περίοδο επί τρεις τουλάχιστον ώρες του ημερήσιου κανονικού χρόνου εργασίας του ή β. Κάθε εργαζόμενος, ο οποίος ενδέχεται να πραγματοποιεί κατά τη νυχτερινή περίοδο τουλάχιστον 726 ώρες του ετήσιου χρόνου εργασίας του εφόσον δεν προβλέπεται μικρότερος αριθμός ωρών από συλλογικές συμβάσεις ή άλλες διατάξεις. Για τον υπολογισμό του παραπάνω χρόνου θα λαμβάνεται υπόψη ο ημερήσιος συνολικός χρόνος εργασίας του εργαζόμενου εφόσον σ’ αυτόν περιλαμβάνονται 3 τουλάχιστον ώρες του χρονικού διαστήματος 24.00-05.00, ανεξαρτήτως ώρας έναρξης και λήξης βάρδιας και η εργασία του εργαζόμενου είναι σε 7 τουλάχιστον συνεχείς ώρες εργασίας».
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 8 του ως άνω Προεδρικού Διατάγματος, «ο κανονικός χρόνος εργασίας των εργαζομένων τη νύχτα δεν πρέπει να υπερβαίνει κατά μέσο όρο τις οκτώ ώρες ανά εικοσιτετράωρο σε περίοδο μιας εβδομάδας. Μπορεί να ορίζεται διαφορετική από την παραπάνω περίοδο αναφοράς με συλλογικές συμβάσεις εργασίας που συνάπτονται σε εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο. Εάν η ελαχίστη περίοδος εικοσιτετράωρης εβδομαδιαίας ανάπαυσης που απαιτείται από το άρθρο 5 εμπίπτει σ’ αυτή την περίοδο αναφοράς, δεν λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό του μέσου όρου. 2. Οι εργαζόμενοι τη νύχτα, όταν η εργασία την οποία εκτελούν ενέχει ιδιαίτερους κινδύνους ή σημαντική σωματική ή πνευματική ένταση, δεν πρέπει να εργάζονται περισσότερο από οκτώ ώρες κατά τη διάρκεια εικοσιτετράωρης περιόδου στην οποία πραγματοποιούν νυχτερινή εργασία. Η εργασία που ενέχει ιδιαίτερους κινδύνους ή σημαντική σωματική ή πνευματική ένταση, εφόσον δεν ορίζεται από την κείμενη νομοθεσία ή από συλλογικές συμβάσεις εργασίας, καθορίζεται στο επίπεδο της επιχείρησης μετά από διαβούλευση μεταξύ του εργοδότη και των εκπροσώπων των εργαζομένων (Ν.1264/82) ή των εκπροσώπων τους για θέματα υγιεινής και ασφάλειας των εργαζομένων [άρθρα 2 (παράγραφος 4) και 10 του Π.Δ.17/96) και σύμφωνα με την γραπτή εκτίμηση κινδύνου [άρθρο 8 (παράγραφος 1) του Π.Δ.17/96], στην οποία θα πρέπει να εκτιμώνται και οι κίνδυνοι που συνδέονται με την νυχτερινή εργασία».
Σύμφωνα με το άρθρο 9 του ΠΔ 88/1999, «σε κάθε εργαζόμενο πριν αναλάβει εργασία κατά τη νύχτα, και στη συνέχεια κατά τακτά χρονικά διαστήματα, πρέπει να γίνονται οι απαραίτητες ιατρικές εξετάσεις προκειμένου να εξετασθεί η καταλληλότητά του για την εργασία αυτή. 2. Εφόσον οι εργαζόμενοι τη νύχτα, μετά από τις προβλεπόμενες στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου ιατρικές εξετάσεις αποδειχθεί ότι έχουν προβλήματα υγείας που οφείλονται στη νυκτερινή εργασία, μετατίθενται σε θέση ημερήσιας εργασίας για την οποία είναι κατάλληλοι. 3. Οι ιατρικές εξετάσεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου διέπονται από το ιατρικό απόρρητο και δεν επιβαρύνουν τους εργαζόμενους. Στις περιπτώσεις των επιχειρήσεων που έχουν υποχρέωση να χρησιμοποιούν υπηρεσίες γιατρού εργασίας, οι εξετάσεις αυτές γίνονται από τον γιατρό εργασίας της επιχείρησης ή από τις Υπηρεσίες Προστασίας και Πρόληψης με τις οποίες συμβάλλονται. Σε αντίθετη περίπτωση γίνονται από τις αρμόδιες υπηρεσίες των Ασφαλιστικών Οργανισμών ή του Εθνικού Συστήματος Υγείας».
Οι ανωτέρω διατάξεις περιγράφουν με συνοπτικό τρόπο το καθεστώς της νυχτερινής απασχόλησης, καθιερώνοντας τις ελάχιστες προϋποθέσεις για την παροχή νυχτερινής εργασίας και κατοχυρώνοντας τα ελάχιστα δικαιώματα των εργαζομένων.
Κατά τα λοιπά, εκ των παραπάνω διατάξεων δεν καθιερώνεται κάποια μορφή διάκρισης μεταξύ νεότερων και παλαιότερων υπαλλήλων αναφορικά με την συχνότητα εκτέλεσης νυχτερινών βαρδιών. Υπογραμμίζεται, δε, ότι τέτοια διάκριση δεν εισάγεται από καμία διάταξη γενικού ή ειδικού περιεχομένου, που να αφορά είτε όλους ανεξαιρέτως τους δημοσίους υπαλλήλους, είτε αποκλειστικά τους νοσηλευτές.
Σε κάθε περίπτωση η κατάρτιση του προγράμματος εργασίας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του εκάστοτε αρμοδίου υπαλλήλου, ο οποίος δεσμεύεται από τις διατάξεις που κατοχυρώνουν τα ελάχιστα εργασιακά δικαιώματα των εργαζομένων.