Το Ε Τμήμα του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, απαντώντας στο υπ’ αριθ. πρωτ. ΔΙΔΑΔ/Φ.51/734/26498/ 14.10.2013 ερώτημα της Διεύθυνσης Διαχείρισης της Γενικής Διεύθυνσης Ανθρώπινου Δυναμικού του ΥΔΜΗΔ, γνωμοδότησε ομόφωνα δια της υπ΄αριθ. 167/2014 γνωμοδότησής του (η οποία έγινε αποδεκτή από τον Υπουργό) ότι το χρονικό διάστημα της άδειας μητρότητας και της αναρρωτικής άδειας που οφείλεται στην κύηση καθώς και της άδειας ανατροφής τέκνου αποτελούν χρόνο πραγματικής υπηρεσίας του δημοσίου υπαλλήλου για τη λήψη της ετήσιας κανονικής άδειάς του.
Ειδικότερα, το ΝΣΚ δέχθηκε ότι ως πραγματική υπηρεσία για τη λήψη της κανονικής άδειαςκατά το άρθρο 48 παρ.1 και 2 του Υπαλληλικού Κώδικα νοείται η υπηρεσία εκείνη,η οποία διανύεται με ενεργή υπαλληλική σχέση χωρίς διακοπή του υπαλληλικού δεσμού, εκτός εάν σε διάταξη νόμου ορίζεται διαφορετικά. Ο υπολογισμός της πραγματικής υπηρεσίας, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει ή από τις διατάξεις του δεν μπορεί να συναχθεί το αντίθετο, δεν προϋποθέτει και την πραγματική εκτέλεση των καθηκόντων του υπαλλήλου, με την έννοια ότι η αποχή από την εκτέλεσή τους δεν συνεπάγεται, άνευ ετέρου, ότι ο χρόνος της αποχής αυτής δεν αποτελεί πραγματική υπηρεσία (βλ. Ν.Σ.Κ 485/2003,427/1995, 870/1978).
Ως εκ τούτου, η απουσία υπαλλήλου από την υπηρεσία της, λόγω άδειας μητρότητας ή αναρρωτικής άδειας που σχετίζεται με την κύηση ή, λόγω άδειας ανατροφής τέκνου, δεν καθιστά το χρόνο απουσίας μη πραγματική υπηρεσία, ώστε αυτός να μη μπορεί να συνυπολογιστεί για τη χορήγηση της ετήσιας κανονικής άδειας της υπαλλήλου.
Στην ίδια γνωμοδότηση αναφέρεται ότι τα δικαιώματα λήψης αναρρωτικής άδειας και άδειας μητρότητας αποτελούν δικαιώματα, τα οποία παρέχονται για ειδικό το καθένα σκοπό. Ως εκ τούτου, η χορήγηση των αδειών αυτών στην εργαζόμενη δεν μπορεί να αποβεί σε βάρος του δικαιώματος της ετήσιας κανονικής άδειας, η οποία αποσκοπεί στην ικανοποίηση διαφορετικών αναγκών της εργαζόμενης από ό,τι η αναρρωτική άδεια και η άδεια μητρότητας.
Προκειμένου, όμως, η εργαζόμενη που βρίσκεται σε αναρρωτική άδεια ή άδεια μητρότητας να μπορέσει να κάνει πραγματικά χρήση της ετήσιας κανονικής άδειάς της, έχει δικαίωμα, κατόπιν αιτήσεώς της, να λάβει την άδεια αυτή σε χρονική περίοδο άλλη από εκείνη που συμπίπτει με την περίοδο της αναρρωτικής άδειας ή της άδειας μητρότητας. Εάν η ετήσια κανονική άδεια δεν είναι δυνατόν να χορηγηθεί στην ενδιαφερόμενη εντός του έτους που προβλέπεται ότι πρέπει να χορηγηθεί, θα πρέπει να της παρασχεθεί η δυνατότητα λήψης της άδειας αυτής σε χρόνο που βρίσκεται και εκτός του εν λόγω έτους.
Η λήψη επομένως εντός συγκεκριμένου έτους άδειας μητρότητας ή αναρρωτικής άδειας που σχετίζεται με την κύηση δεν αποστερεί από την ενδιαφερόμενη δημόσια υπάλληλο το δικαίωμα να λάβει την ετήσια κανονική άδειά της, η οποία, αν δεν υπάρχει χρονικό περιθώριο να της χορηγηθεί εντός του έτους αυτού, πρέπει να της παρασχεθεί εντός του επόμενου έτους.
Το ίδιο επιβεβαιώνει και η υπ’ αριθ.πρωτ. ΔΙΔΑΔ/Φ. 69/61 /οικ.28373/10-11-14 εγκύκλιος του ΥΔΜΗΔ.
Aπό τα ανωτέρω αναφερθέντα συνάγεται η δυνατότητα, επιβεβαιωμένη πλέον από έγγραφο της Διοίκησης για τη χορήγηση της κανονικής άδειας μετά από άδειες μητρότητας και ανατροφής, χωρις να απαιτείται να εργαστεί συγκεκριμένο χρονικό διάστημα (πχ μια εβδομάδος) όπως γινόταν δεκτό παλαιότερα.
Η άποψη περί υποχρεωτικής παροχής εργασίας για «εύλογο» χρονικό διάστημα είναι άκρως παρωχημένη και το θέμα έχει λυθεί εδώ και τέσσερα περίπου έτη, με ενιαία αντιμετώπιση του ζητήματος σε όλο το δημόσιο τομεά.
Στο σημείο αυτό επισημαίνεται ότι:
Παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του ΝΣΚ το ζήτημα αν η λήψη της εννεάμηνης άδειας ανατροφής τέκνου εντός συγκεκριμένου έτους κατά τρόπον ώστε η εξάντληση της διάρκειας της άδειας αυτής να μην αφήνει χρονικό περιθώριο χορήγησης στο δημόσιο υπάλληλο της ετήσιας κανονικής άδειας που δικαιούται εντός του ιδίου έτους επιφέρει απώλεια του δικαιώματος λήψης της κανονικής αυτής άδειας κατά το μέρος που δεν ασκήθηκε εντός του εν λόγω έτους ή αντιθέτως δημιουργεί υποχρέωση στην υπηρεσία να χορηγήσει την άδεια αυτή εντός του επόμενου ημερολογιακού έτους.
Η Ολομέλεια του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με την υπ’ αριθ. πρωτ. 63/2015 γνωμοδότησή της, έκρινε ότι: «Η λήψη της άδειας ανατροφής τέκνου σε τέτοιο χρονικό σημείο εντός συγκεκριμένου έτους, ώστε η εξάντλησή της να μην αφήνει χρονικό περιθώριο λήψης ολόκληρης ή τυχόν υπολειπομένου τμήματος της ετήσιας κανονικής άδειας του υπαλλήλου, επιφέρει απώλεια του σχετικού δικαιώματος, κατά το μέρος που δεν ασκήθηκε, και η υπηρεσία δεν έχει υποχρέωση να χορηγήσει την κανονική άδεια κατά το επόμενο έτος εκείνου, εντός του οποίου έπρεπε, κατά τις οικείες διατάξεις, να χορηγηθεί.
Σε περίπτωση, όμως, που η υπηρεσία για έκτακτους υπηρεσιακούς λόγους δεν χορηγήσει έγκαιρα την κανονική άδεια, παρά το ότι αυτή είχε ζητηθεί σε κατάλληλο χρονικώς σημείο, με αποτέλεσμα ο υπάλληλος να μην έχει το χρονικό περιθώριο, μετά τη λήξη της άδειας ανατροφής τέκνου, να λάβει και να εξαντλήσει εντός του οικείου έτους και την κανονική άδεια που δικαιούται, τότε η υπηρεσία, κατ’ ανάλογη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 49 παρ. 4 του Υ.Κ., έχει υποχρέωση να χορηγήσει την κανονική άδεια του υπαλλήλου εντός του αμέσως επομένου έτους.»
Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η κανονική άδεια μετά από άδεια μητρότητας ή ανατροφής, σε περίπτωση που το έτος δεν επαρκεί για τη χορήγησή της, μεταφέρεται στο επόμενο έτος μόνο αν έχει υποβληθεί σχετική αίτηση από την υπάλληλο (πχ για τη χορήγηση της κανονικής άδειας πριν την έναρξη της άδειας ανατροφής που αποτελεί και την λογικότερη λυση ) και η άδεια δεν έχει χορηγηθεί για λόγους που αφορούν την Υπηρεσία (υπηρεσιακές ανάγκες). Σε αντίθετη περίπτωση, η κανονική άδεια δεν μεταφέρεται.