Κατά την τρέχουσα χρονική περίοδο έχει ξεκινήσει και βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη μια ρητορική εν σχέσει με την εφαρμογή ή μη του νέου συστήματος αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων, όπως αυτό διαμορφώθηκε με τις διατάξεις των άρθρων 14 επόμενα του Νόμου 4369/2016. Ειδικότερα, από μερίδα συνδικαλιστών προβάλλεται σθεναρά η άποψη, ότι οι υπάλληλοι θα πρέπει οπωσδήποτε να απέχουν από οποιαδήποτε ενέργεια, που υποδηλώνει συμμετοχή και αποδοχή του ισχύοντος συστήματος αξιολόγησης.
Ενόψει των ανωτέρω θα πρέπει να παρατηρηθούν τα εξής, ειδικώς εν σχέσει με τη νοσηλευτική κοινότητα. Είναι γεγονός, ότι το τρέχον σύστημα αξιολόγησης αδυνατεί να παρουσιάσει σημάδια ουσιαστικής προσαρμογής στις ιδιαιτερότητες της άσκησης του νοσηλευτικού επαγγέλματος στην ελληνική καθημερινή νοσοκομειακή πραγματικότητα, ώστε να οδηγήσει με ασφάλεια και βεβαιότητα σε μια απόλυτα αντικειμενική αξιολόγηση.
Στο σημείο, μάλιστα, αυτό θα πρέπει να υπογραμμιστεί, ότι η ΕΝΕ διαχρονικώς τάσσεται υπέρ ενός συστήματος αξιολόγησης των νοσηλευτών, που θα δομείται λαμβάνοντας υπόψη τα ιδιαίτερα κλαδικά χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης κατηγορίας εργαζομένων.
Ωστόσο, επειδή μέχρι σήμερα δεν έχουμε φτάσει σε τέτοιο επίπεδο εξατομικευμένης αξιολόγησης, αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να λειτουργούμε αφοριστικά έναντι παντός συστήματος, το οποίο επιχειρεί να αποτυπώσει στοιχειωδώς την κατάσταση των δημοσίων υπαλλήλων, χρησιμοποιώντας μια σειρά πρόσφορων κριτηρίων και καταλήγοντας σε μια κατάταξη – κατηγοριοποίηση του συνόλου των υπαλλήλων, εκκινώντας από τους άριστους και φτάνοντας μέχρι τους ακατάλληλους, χωρίς ποσόστωση μεταξύ των παραπάνω κατηγοριών.
Διερωτώμεθα, δε, ευλόγως, ποιος ενδεχομένως δύναται να αντλήσει οφέλη από την μη διενέργεια της αξιολόγησης, ο άριστος υπάλληλος ή ο ακατάλληλος ; Η απάντηση κατά την δική μας εκδοχή είναι προφανής. Μόνο ένας ακατάλληλος ή ανεπαρκής υπάλληλος δύναται να ευνοηθεί από την μη αξιολόγησή του, η οποία θα ανεδείκνυε την ανεπάρκειά του, η οποία τώρα ενδεχομένως αποσιωπάται, ώστε να εξαλείφεται οποιαδήποτε δυσμενής εις βάρος του συνέπεια.
Κατά το μέρος τούτο θεωρούμε ότι στην παρούσα χρονική συγκυρία είναι εξαιρετικά χρήσιμο να υπάρξει μια αποτύπωση των ποιοτικών χαρακτηριστικών του υπηρετούντος προσωπικού, η οποία υπό προϋποθέσεις θα μπορούσε να συμβάλει στην καλύτερη αξιοποίησή του και στη βελτίωση της αποδοτικότητάς του.
Γενικότερα αξίζει να αναφερθεί, ότι σε μια εποχή που το έμψυχο δυναμικό του δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα βάλλεται και στοχοποιείται από πλήθος κοινωνικών στρωμάτων, η λογική της μη αξιολόγησης ουδόλως εξυπηρετεί την εμπέδωση στην κοινωνία της εικόνας του δημοσίου υπαλλήλου που εργάζεται, εκτελεί ευσυνειδήτως τα υπηρεσιακά του καθήκοντα, προσφέρει έργο υψηλού επιπέδου και δέχεται να αξιολογηθεί με βάση την απόδοσή του.
Συμπερασματικά, προτείνεται η συμμετοχή στην διαδικασία της αξιολόγησης με την ταυτόχρονη διατύπωση ισχυρών επιφυλάξεων εν σχέσει με την αποτελεσματικότητα ενός συστήματος, που εν μέρει αδυνατεί να ανταποκριθεί στις ιδιαιτερότητες της άσκησης του νοσηλευτικού επαγγέλματος. Υπενθυμίζεται, εξάλλου, ότι οι ενδεχόμενες παθογένειες ενός συστήματος είναι πιθανότερο να αναδειχθούν και να θεραπευτούν μέσω της πρακτικής εφαρμογής του εν λόγω συστήματος, παρά μέσω μιας γενικευμένης αποχής από την εφαρμογή του.
Υπενθυμίζουμε δε, ότι η εν λόγω αξιολόγηση δεν λαμβάνεται υπόψη με την πρώτη εφαρμογή του νόμου κάτι που επικυρώνει τη θετική βούληση της ΕΝΕ για την έναρξη της διαδικασίας των κρίσεων σύμφωνα με το Ν 4369/2016.
Για το Διοικητικό Συμβούλιο της Ε.Ν.Ε
Ο Πρόεδρος Ο Γεν. Γραμματέας
Δημήτριος Σκουτέλης Αριστείδης Δάγλας