Ενόψει της υπ’αριθμ.πρωτ. 2/14511/0004/12-03-2018 Κοινής Απόφασης των Υπουργών Εσωτερικών, Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης & Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Οικονομικών, Υγείας και Διοικητικής Ανασυγκρότησης, δυνάμει της οποίας συγκροτήθηκε και ορίστηκαν τα μέλη της Διυπουργικής Επιτροπής του άρθρου 396 παρ. 1 του Νόμου 4512/2018 με έργο την επεξεργασία και υποβολή πρότασης μεταρρύθμισης του καθεστώτος χορήγησης επιδόματος επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας, καθώς και του υπ’αριθμ.πρωτ. Β2α/ΓΠ οικ. 28238/04-04-2018 εγγράφου του Τμήματος Α΄ της Διεύθυνσης Οικονομικής Εποπτείας Φορέων Γενικής Κυβέρνησης της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Υγείας, με θέμα την υποβολή υπομνημάτων και προτάσεων για τη μεταρρύθμιση του καθεστώτος χορήγησης του επιδόματος επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας και την εκπόνηση σχεδίου δράσης για την πρόληψη των παραγόντων κινδύνου στους χώρους εργασίας, η Ένωση Νοσηλευτών Ελλάδος λαμβάνει την τιμή να εκθέσει τα ακόλουθα.
1. Αναμφίβολα το ζήτημα του προσδιορισμού των δικαιούχων του επιδόματος επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας αποτελεί μια πολύπλευρη διαδικασία, κατά την οποία θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ασφαλή και πρόσφορα κριτήρια, ικανά να οδηγήσουν σε μια κατά το δυνατόν δίκαιη κρίση, πλήρως ανταποκρινόμενη στις πραγματικές συνθήκες απασχόλησης των πάσης φύσεως εργαζομένων.
Είναι, λοιπόν, παραπάνω από προφανές, ότι οι συνθήκες κάτω από τις οποίες παρέχουν εν τοις πράγμασι τις υπηρεσίες τους οι εργαζόμενοι αποτελούν το πλέον καθοριστικό στοιχείο για την ένταξή τους ή μη μεταξύ των δικαιούχων του συγκεκριμένου επιδόματος.
2. Οπωσδήποτε, οι συνθήκες απασχόλησης σχετίζονται με το υπηρεσιακό αντικείμενο εκάστου εργαζομένου, όπως αυτό προκύπτει από τον κλάδο ή την ειδικότητα στην οποία ανήκει κάθε εργαζόμενος. Υπ’αυτήν την έννοια το κριτήριο του κλάδου και της ειδικότητας είναι ομοίως καθοριστικά για τον προσδιορισμό των δικαιούχων του εν λόγω επιδόματος.
3. Η τρίτη παράμετρος που θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη είναι το περιβάλλον εργασίας ή άλλως ο χώρος εντός του οποίου καλείται κάθε εργαζόμενος να παρέχει τις υπηρεσίες του.
4. Επιπλέον προσδιοριστικό στοιχείο είναι η αποκλειστική ή η μερική απασχόληση σε καθήκοντα που δικαιολογούν την καταβολή του επιδόματος. Εν προκειμένω χωρούν οι εξής σκέψεις. Η πλήρης και αποκλειστική απασχόληση σε αντικείμενο που δικαιολογεί την καταβολή του επιδόματος οπωσδήποτε καθιστά τον εν λόγω εργαζόμενο δικαιούχο.
Ερμηνευτικό ζήτημα γεννάται εν σχέσει με την μερική απασχόληση σε αντίστοιχο αντικείμενο. Τηρουμένης εν προκειμένω της αρχής της αναλογικότητας, ο μερικώς απασχολούμενος σε εργασία επικίνδυνη και ανθυγιεινή θα πρέπει να λαμβάνει ανάλογο τμήμα του επιδόματος και όχι να εξαιρείται ολοσχερώς από την καταβολή του.
Ο προσδιορισμός της αναλογίας του επιδόματος που θα λαμβάνει δύναται να γίνει με την παράμετρο του χρόνου, ήτοι με βάση τα συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα, κατά την διάρκεια των οποίων εκτελεί επικίνδυνη και ανθυγιεινή εργασία.
5. Περαιτέρω, ο βαθμός ή άλλως η συχνότητα έκθεσης σε επικίνδυνους παράγοντες και σε παράγοντες ικανούς να βλάψουν την υγεία του εργαζόμενου αποτελεί ένα ακόμη στοιχείο, που θα πρέπει να συνεκτιμηθεί.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να παρατηρηθεί, ότι ο βαθμός έκθεσης στους ως άνω παράγοντες σχετίζεται αναγκαστικώς με τον ρυθμό εργασίας, με την τήρηση ή μη των ελαχίστων προδιαγραφών για την οργάνωση του χρόνου απασχόλησης, την ένταξη σε κυκλικό ωράριο καθώς και με την επάρκεια έμψυχου δυναμικού για την εκτέλεση των επικίνδυνων και ανθυγιεινών εργασιών.
6. Πέραν του αντικειμενικού στοιχείου της έκθεσης σε επικίνδυνους και ανθυγιεινούς παράγοντες, συνεκτιμητέες αποβαίνουν και οι πιθανές συνέπειες έκθεσης για την ανθρώπινη υγεία σε αντίστοιχους παράγοντες.
Επί του σημείου τούτου, πέραν των πραγματικών παραδειγμάτων, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και η άποψη της ιατρικής επιστήμης, καθώς και της στατιστικής, προκειμένου να προσδιορίζονται ασφαλώς οι όποιες συνέπειες.
7. Επικουρικώς προς τα παραπάνω, το ειδικότερο ζήτημα της πιστής τήρησης των κανόνων υγιεινής και ασφάλειας στους χώρους εργασίας θα πρέπει να αποτελεί ένα ακόμη κριτήριο για τον προσδιορισμό των δικαιούχων του επίμαχου επιδόματος. Κι αυτό γιατί η τήρηση όλων των ως άνω κανόνων και η λήψη μέτρων πρόληψης και προφύλαξης, οπωσδήποτε μειώνει την έκθεση των εργαζομένων σε επικίνδυνους και ανθυγιεινούς παράγοντες.
8. Κατόπιν συνεκτίμησης του συνόλου των ανωτέρω κριτηρίων καταλήγουμε στο ασφαλές συμπέρασμα, ότι οι νοσηλευτές θα πρέπει να συνεχίσουν να συγκαταλέγονται μεταξύ των δικαιούχων του επιδόματος επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας και μάλιστα της υψηλότερης εκδοχής του.
Κι αυτό γιατί οι νοσηλευτές κατά την παροχή των υπηρεσιών τους έρχονται καθημερινά σε άμεση επαφή με τους πάσης φύσεως ασθενείς και με το περιβάλλον όπου αυτοί νοσηλεύονται, παρέχοντας απευθείας εις αυτούς τις υπηρεσίες τους. Κατ’αυτόν τον τρόπο εκτίθενται σε πλήθος ασθενειών, ιώσεων, δερματολογικών παθήσεων, μεταδοτικών νοσημάτων, σωματικών υγρών και εκκρίσεων κλπ., ήτοι σε παράγοντες που απειλούν διαρκώς την προσωπική τους υγεία.
Συναφώς προβάλλεται, ότι έρχονται σε επαφή με πλήθος φαρμάκων και λοιπών χημικών παραγόντων, που δύνανται να βλάψουν την υγεία τους.
Στο σημείο αυτό, θα πρέπει μάλιστα να υπογραμμιστεί, ότι οι νοσηλευτές εκτίθενται εις όλους τους παραπάνω παράγοντες ανεξαρτήτως του ειδικότερου χώρου, όπου απασχολούνται, δοθέντος ότι εξ ορισμού οι υπηρεσίες τους έχουν ως αποδέκτες τους ασθενείς και όχι τις υγιείς πληθυσμιακές ομάδες. Με άλλα λόγια ο νοσηλευτής, κατά την παροχή των υπηρεσιών του, αναγκαστικώς έρχεται σε άμεση επαφή με ασθενείς, οπουδήποτε και αν παρέχει τις υπηρεσίες αυτές. Το στοιχείο αυτό είναι εξαιρετικά κρίσιμο και δεν θα πρέπει να διαλάθει της προσοχής της αρμόδιας Επιτροπής, προκειμένου να μην οδηγηθούμε σε φαινόμενα άδικου αποκλεισμού νοσηλευτών από την καταβολή του επιδόματος με πρόσχημα τον χώρο εργασίας.
Επιπλέον οι νοσηλευτές παρέχουν σχεδόν συστηματικώς τις υπηρεσίες τους καθ’υπέρβαση κάθε χρονικού ορίου που τίθεται εκ της κείμενης νομοθεσίας, στερούμενοι του αναγκαίου χρόνου ανάπαυσης ή ακόμη και της κανονικής τους άδειας.
Αυτό οφείλεται στις τεράστιες ελλείψεις σε νοσηλευτικό προσωπικό, που κατατάσσουν την χώρα μας στις τελευταίες θέσεις ευρωπαϊκώς και διεθνώς στην αναλογία ασθενών – νοσηλευτών.
Αξίζει, επίσης, να παρατηρηθεί, ότι στους φορείς παροχής υπηρεσιών υγείας, όπου απασχολούνται οι νοσηλευτές, παρατηρείται μεγάλο έλλειμμα εν σχέσει με την τήρηση κανόνων υγιεινής και ασφάλειας, λόγω της έλλειψης εξειδικευμένων χώρων, όπου θα μπορούσαν να απομονωθούν οι επικίνδυνοι και ανθυγιεινοί παράγοντες, καθώς και της έλλειψης μέσων και επαρκούς εξοπλισμού αυτοπροστασίας των εργαζομένων.
Ο συνδυασμός όλων των ανωτέρω παραγόντων καταδεικνύει την ανάγκη συνέχισης της καταβολής του συγκεκριμένου επιδόματος στους νοσηλευτές.
9. Τέλος, αναφορικά με τον τρόπο υπολογισμού του ύψους του εν λόγω επιδόματος οφείλουμε να παρατηρήσουμε τα κάτωθι. Το συγκεκριμένο ζήτημα αναμφίβολα συνδέεται με την λήψη υπόψη και την συνεκτίμηση όλων των ανωτέρω κριτηρίων.
Με άλλα λόγια τα κριτήρια αυτά μπορούν να οδηγήσουν σε μια κατηγοριοποίηση των δικαιούχων και στον προσδιορισμό του ύψους του επιδόματος για κάθε κατηγορία χωριστά. Βέβαια η εν λόγω κατηγοριοποίηση θα πρέπει να γίνεται με βάση συγκεκριμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά, συνδεόμενα με το αντικείμενο απασχόλησης εκάστου εργαζομένου. Κριτήριο για την ένταξη δύο εργαζομένων στην ίδια κατηγορία θα πρέπει να είναι η συνάφεια των καθηκόντων τους, των χώρων και των συνθηκών απασχόλησης. Με τον τρόπο αυτό θα επιτυγχάνεται η όμοια αντιμετώπιση ομοειδών περιπτώσεων και θα απομακρύνεται κάθε ενδεχόμενο παραβίασης της αρχής της ισότητας και της ίσης μεταχείρισης των εργαζομένων.
Σε κάθε περίπτωση, για τον προσδιορισμό του ύψους του επιδόματος θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και η δημοσιονομική παράμετρος.
Εν σχέσει, πάντα, με τους νοσηλευτές, το μέχρι σήμερα καταβαλλόμενο ποσό των 150,00 ευρώ θα πρέπει να διατηρηθεί ή ακόμη και να αυξηθεί, εφόσον το επιτρέπουν οι δημοσιονομικές συνθήκες, λαμβανομένου υπόψη του βαθμού συνεχούς και παρατεταμένης έκθεσης των νοσηλευτών σε επικίνδυνους και ανθυγιεινούς παράγοντες.
Θα πρέπει, επίσης, να υπογραμμιστεί, ότι αποκρούουμε κάθε προσπάθεια υπερβολικής διεύρυνσης των δικαιούχων του επιδόματος, η οποία πιθανόν να οδηγήσει στην καταβολή χαμηλότερου επιδόματος σε περισσότερους εργαζόμενους.
Με τις σκέψεις αυτές παραμένουμε στην διάθεσή σας για οποιαδήποτε διευκρίνιση.
Για το Διοικητικό Συμβούλιο της Ε.Ν.Ε
Πρόεδρος Ο Γεν. Γραμματέας
Δημήτριος Σκουτέλης Αριστείδης Δάγλας