Το 2ο Π.Τ. Μακεδονίας & Θράκης απέστειλε έγγραφη καταγγελία προς το Υπουργείο Υγείας με αφορμή τη διαδοχική παράταση των συμβάσεων ειδικευμένων πλέον νοσηλευτών, οι οποίοι έχουν ολοκληρώσει τα εκπαιδευτικά προγράμματα και απασχολούνται πλέον ως έμπειροι και καταρτισμένοι Νοσηλευτές, υπό τους ίδιους όρους με τις αρχικές τους συμβάσεις και κυρίως με τον εισαγωγικό μισθό της κατηγορίας τους, χωρίς καμία δυνατότητα μισθολογικής εξέλιξης
Αναλυτικά η καταγγελία:
Με αφορμή τη διαδοχική παράταση των συμβάσεων ειδικευμένων πλέον νοσηλευτών, οι οποίοι έχουν ολοκληρώσει τα εκπαιδευτικά προγράμματα και απασχολούνται πλέον ως έμπειροι και καταρτισμένοι Νοσηλευτές, υπό τους ίδιους όρους με τις αρχικές τους συμβάσεις και κυρίως με τον εισαγωγικό μισθό της κατηγορίας τους, χωρίς καμία δυνατότητα μισθολογικής εξέλιξης, ως το επαγγελματικό επιμελητήριο των Νοσηλευτών της χώρας και θεσμικό όργανο προάσπισης των δικαιωμάτων τους επισημαίνουμε τα ακόλουθα:
Οι Νοσηλευτές που προσελήφθησαν σε Νοσοκομεία αρχικώς για την πραγματοποίηση της ειδικότητας “Επείγουσας και Εντατικής νοσηλευτικής”, αλλά και οι Νοσηλευτές της Κοινοτικής Νοσηλευτικής (που σε μεγάλο τους ποσοστό έχουν τοποθετηθεί σε Νοσοκομεία και έχουν μετακινηθεί σε τμήματα μη σχετικά με την ειδικότητά τους και έχουν τεθεί στη διάθεση της Νοσηλευτικής Υπηρεσίας κατά τα οριζόμενα στο υπ’ αριθ. πρωτ.:Γ6α Γ.Π.51376 Σχετ. 27461 έγγραφο του ΥΥ) και στη συνέχεια για την πραγματοποίηση των λοιπών ειδικοτήτων: α) «Ανακουφιστικής και Υποστηρικτικής Νοσηλευτικής Φροντίδας, β) «Γεροντολογικής Νοσηλευτικής», γ) «Νοσηλευτικής Καρδιαγγειακών Παθήσεων», δ) «Νοσηλευτικής Ψυχικής Υγείας», ε) «Ογκολογικής Νοσηλευτικής» στ) «Παθολογικής Νοσηλευτικής», ζ) «Νοσηλευτικής Παίδων και η) «Περιεγχειρητικής Νοσηλευτικής» εργάζονται ή πρόκειται να εργαστούν με διαρκείς παρατάσεις ως ειδικευμένοι πλέον Νοσηλευτές.
Οι Νοσηλευτές αυτοί ασκούν καθημερινά ακριβώς τα ίδια καθήκοντα με τους μόνιμους συναδέρφους τους και τους συναδέρφους τους που έχουν προσληφθεί ως επικουρικό προσωπικό. Δεν εκπαιδεύονται πλέον και δεν τελούν στο ειδικό καθεστώς πραγματοποίησης ειδικότητας, αλλά εκτελούν κατά πλήρη και αποκλειστική απασχόληση όλες τις προβλεπόμενες στο Νόμο νοσηλευτικές πράξεις, στηρίζοντας το υποστελεχωμένο ΕΣΥ έχοντας εξειδικευμένη κατάρτιση.
Παρά την πρακτική αλλαγή της εργασιακής τους κατάστασης και των συνθηκών εργασίας τους και παρά την ένταξή τους από το καθεστώς εκπαίδευσης στο καθεστώς εκτέλεσης όλων των καθηκόντων του κλάδου και της ειδικότητάς τους, έχουν εγκλωβιστεί σε ένα μισθολογικό καθεστώς και καθεστώς χορήγησης αδειών που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα της προσφοράς τους και τους υποβιβάζει σε Νοσηλευτές β κατηγορίας.
Συγκεκριμένα, όπως προβλέπεται στο άρθρο 5 της υπ΄αριθ. Γ6α/Γ.Π.39226 απόφασης του Γενικού Γραμματέα Υπηρεσιών Υγείας ΦΕΚ 2656 2020, που εφαρμόζεται για όλες τις ειδικότητες: «Οι ειδικευόμενοι νοσηλευτές λαμβάνουν, καθ’ όλη τη διάρκεια της απασχόλησής τους, τον βασικό μισθό του εισαγωγικού μισθολογικού κλιμακίου της εκπαιδευτικής κατηγορίας του άρθρου 9 του ν. 4354/2015 (Α΄ 176),στην οποία ανήκουν, καθώς και τις λοιπές μισθολογικές παροχές του ιδίου νόμου που λαμβάνει το μόνιμο νοσηλευτικό προσωπικό».
Η ανωτέρω διάταξη ενώ κάνει ρητά λόγο για «ειδικευόμενους νοσηλευτές» εφαρμόζεται και στους ειδικευμένους, διότι όλες οι διατάξεις παράτασης των αρχικών συμβάσεων αλλά και όλες οι συμβάσεις παράτασης κάνουν λόγο για «παραμονή με τα ίδια δικαιώματα, τις ίδιες υποχρεώσεις και τις ίδιες αποδοχές».
Αποτέλεσμα των προβλέψεων αυτών είναι να μην προβλέπεται δυνατότητα προώθησης σε μισθολογικά κλιμάκια λόγω αναγνώρισης συνάφειας μεταπτυχιακού ή προϋπηρεσίας, διότι όπως αναφέρει το υπ΄ αριθ. Γ6α Γ.Π.78430 /8.12.2020 έγγραφο της Διεύθυνσης Νοσηλευτικής του Υπουργείου Υγείας «οι ειδικευόμενοι νοσηλευτές δεν εμπίπτουν ευθέως στις διατάξεις του ν. 4354/2015 ώστε να δικαιούνται τη μισθολογική προώθηση και εξέλιξη που προβλέπεται για το μόνιμο προσωπικό, λόγω αναγνώρισης συνάφειας μεταπτυχιακού ή προϋπηρεσίας, αλλά η αναφορά στο ν.4354/2015 γίνεται για να «προσομοιάσει» τα ποσά των αποδοχών που θα λαμβάνουν με αυτά που προβλέπονται στον ανωτέρω νόμο, ανάλογα με την εκπαιδευτική τους κατηγορία και τα τυχόν αντίστοιχα επιδόματα που δικαιούνται όπως αναφέρεται και στο (2) σχετικό έγγραφο του Γ.Λ.Κ..
Οι διατάξεις και τα ερμηνευτικά πορίσματα αυτά κάνουν άπαντα λόγο για «ειδικευόμενους» Νοσηλευτές και εξεδόθησαν υπο το καθεστώς της παγκόσμιας; Πανδημίας όταν υπήρχε αδήριτη ανάγκη εκπαίδευσης Νοσηλευτών που θα στήριζαν από θέσεις εκπαιδευομένων το δοκιμαζόμενο ΕΣΥ. Οι συνθήκες αυτές έχουν πλέον εκλείψει και οι ως άνω προβλέψεις είναι παρωχημένες, αναχρονιστικές και μη ανταποκρινόμενες στην πραγματικότητα, καταδικάζοντας σε εργασιακό «Μεσαίωνα» υπαλλήλους που εργάστηκαν σκληρά στηρίζοντας τους φορείς παροχής υγείας στη μάχη κατά του covid-19 ενώ παράλληλα εκπαιδεύονταν, πέτυχαν στις προβλεπόμενες εξετάσεις και συνέχισαν, έχοντας πλέον και ειδική κατάρτιση -εξειδίκευση να προσφέρουν πολύτιμες υπηρεσίες. Πρόκειται δε για μεγάλο αριθμό έμπειρων Νοσηλευτών με εξειδικευμένη εμπειρία, που στήριξε το Εθνικό Σύστημα Υγείας στα χρόνια της πανδημίας και συνεχίζει να καλύπτει πάγιες και διαρκείς ανάγκες χωρίς αντίστοιχη αμοιβή.
Αποτέλεσμα της ανακολουθίας αυτής και της εφαρμογής διατάξεων που θεσπίστηκαν για ειδικευόμενους νοσηλευτές σε ειδικευμένους, είναι να έχουν αυτοί τις ίδιες υποχρεώσεις με το υπόλοιπο προσωπικό των Μονάδων Υγείας, όπου υπηρετούν αλλά με κατώτερες απολαβές, γεγονός που συνιστά πρόδηλη παραβίαση της αρχής της ισότητας.
Σύμφωνα με το ισχύον άρθρο 141 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΚ), όπως τροποποιήθηκε από τις Συνθήκες του Άμστερνταμ και της Νίκαιας: « 1. Κάθε κράτος μέλος εξασφαλίζει την εφαρμογή της αρχής της ισότητας της αμοιβής μεταξύ ανδρών και γυναικών για όμοια εργασία ή για εργασία της αυτής αξίας.» Όπως είναι προφανές, δεν νοείται κατοχύρωση από τον κοινοτικό Νομοθέτη του δικαιώματος ίσης αξίας αμοιβής για ίσης αξίας εργασία μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων και όχι των εργαζομένων εν γένει, ανεξαρτήτως φύλου. Δηλαδή, δεν νοείται δικαίωμα ίσης μεταχείρισης, ως προς την αμοιβή εν προκειμένω, των γυναικών εργαζομένων έναντι των ανδρών, και το αντίστροφο, και όχι δικαίωμα ίσης μεταχείρισης, ως προς την αμοιβή, μίας ομάδας ή κατηγορίας εργαζομένων (ανδρών και γυναικών), που επιτελούν την ίδια ή όμοια εργασία με μία άλλη ομάδα ή κατηγορία εργαζομένων (ανδρών και γυναικών). Τούτο επιβεβαιώθηκε με την έκδοση της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ για την εργασία ορισμένου χρόνου.
Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος: «Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας». Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 Συντ.: «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου». Σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 1 Συντ.: «Η εργασία αποτελεί δικαίωμα και προστατεύεται από το Κράτος, που μεριμνά για τη δημιουργία συνθηκών απασχόλησης όλων των πολιτών και για την ηθική και υλική εξύψωση του εργαζομένου αγροτικού και αστικού πληθυσμού. Όλοι οι εργαζόμενοι, ανεξάρτητα από φύλο ή άλλη διάκριση, έχουν δικαίωμα ίσης αμοιβής για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας». Σύμφωνα με το άρθρο 25 παρ. 1 Συντ.: «Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν. Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας».
Συνεπώς, δεν επιτρέπεται από το Σύνταγμα η διαφορετική μεταχείριση ουσιωδώς ομοίων καταστάσεων, ακόμη και εάν αυτή προβλέπεται από πράξεις του Νομοθέτη ή της κανονιστικώς δρώσας Διοίκησης, διότι στην περίπτωση αυτή η δράση των εν λόγω οργάνων αντίκειται στο Σύνταγμα (ΣτΕ 2860/93 ΤοΣ 20.441, ΑΠ 423/92 ΕλΔ 35.1021, ΑΠ(Ολ) 7/93 ΕΔΚΑ 36.164, ΑΠ(Ολ) 1/91 ΔΕΝ 47.87, ΑΠ(Ολ) 913/80 ΤοΣ 7.708), πλην αν η διαφορετική μεταχείριση δεν είναι αυθαίρετη, αλλά επιβάλλεται από λόγους δημοσίου συμφέροντος (ΣτΕ 1661/1980, ΑΠ(Ολ) 1336/85, ΑΠ 43/87, ΑΠ 5/82).
Με βάση τις ως άνω διατάξεις του εθνικού Συντάγματος, έχει παγιωθεί νομολογία σύμφωνα με την οποία δεν επιτρέπεται διαφορετική (δυσμενής) μεταχείριση εργαζομένων έναντι άλλων, οι οποίοι εργάζονται με όμοιους όρους και συνθήκες εργασίας (λ.χ. Α.Π. 1666/2001, ΔΕΝ 2002.307, ΑΠ 635/1993, ΕΕΔ 1994.430, ΑΠ 211/1992, ΔΕΝ 1992.672). Έτσι, η αρχή της ίσης μεταχείρισης δεν απαγορεύει μόνο την άνιση μεταχείριση μεμονωμένων εργαζομένων, αλλά και την άνιση μεταχείριση κατηγοριών εργαζομένων (Λεβέντης, ΝοΒ 1992.53, Ζερδελής, Ατομικές εργασιακές σχέσεις, σελ. 190 και ΔΕΝ 1997.1313, Κουκιάδης, Ατομικές εργασιακές σχέσεις, σελ. 665, Γεωργιάδου, Η αρχή της ίσης μεταχείρισης των εργαζομένων, σελ. 99).
Σύμφωνα με το άρθρο 23 παρ. 2 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (10.12.1948), «Όλοι χωρίς καμιά διάκριση, έχουν δικαίωμα ίσης αμοιβής για ίση εργασία».
Σύμφωνα με το άρθρο 7 του Διεθνούς Συμφώνου των Ηνωμένων Εθνών για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα (19.12.1966) (κύρωση με τον Νόμο 1532/1985, ΦΕΚ Α΄ 45), «Τα Συμβαλλόμενα Κράτη αναγνωρίζουν το δικαίωμα κάθε προσώπου να απολαμβάνει δίκαιους και ευνοϊκούς όρους εργασίας, οι οποίοι να εξασφαλίζουν ειδικότερα: α) Αμοιβή που παρέχει σε όλους τους εργαζομένους, σαν ελάχιστο όριο: Ι) Ένα μισθό δίκαιο και αμοιβή ίση με την αξία της εργασίας χωρίς καμιά διάκριση […]».
Τέλος, το δικαίωμα της ίσης μεταχείρισης κατοχυρώνεται και με την υπ’ αριθ. 111 Διεθνή Σύμβαση Εργασίας της 04.06.1958 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (Ν. 1424/1984).
Από τις ανωτέρω εκτεθείσες υπερνομοθετικής αξίας διατάξεις, επιβάλλεται η ίση αμοιβή εργαζομένων για την ίδια εργασία και υπό τις ίδιες συνθήκες, με αποτέλεσμα την αδιαμφισβήτητη αντισυνταγματικότητα των διατάξεων εξακολούθησης απασχόλησης των ειδικευμένων νοσηλευτών σε παράτασης σύμβασης με την αμοιβή που λάμβαναν ως ειδικευόμενοι, χωρίς δυνατότητα μισθολογικής εξέλιξης και μισθολογικής αναγνώρισης.
Επειδή δεν είναι ανεκτές από το δικαιικό μας σύστημα τέτοιου επιπέδου ανισότητες που υποβιβάζουν πολύτιμους εργαζομένους και τους βλάπτουν οικονομικά, επαγγελματικά και ηθικά.
Επειδή επιβάλλεται η άμεση άρση αυτής της ανισότητας και η εναρμόνιση των οικείων διατάξεων για τις αμοιβές των ειδικευμένων παρατασιακών Νοσηλευτών με το Σύνταγμα, το Ευρωπαϊκό δίκαιο και τις Διεθνείς συμβάσεις εργασίας.
Επειδή έχουμε θεσμική υποχρέωση προάσπισης των δικαιωμάτων των μελών μας
ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΑΝΩΤΕΡΩ
Σας καλούμε όπως προβείτε άμεσα σε κάθε απαιτούμενη ενέργεια για την ένταξη των ειδικευμένων Νοσηλευτών πλήρως στο ενιαίο μισθολόγιο, με δυνατότητα μισθολογικής εξέλιξης και μισθολογικής αναγνώρισης, σε μια ελάχιστη ένδειξη αναγνώρισης της πολύχρονης προσφοράς τους στο ΕΣΥ.
Για το Διοικητικό Συμβούλιο του 2ου Π.Τ. Μακεδονίας & Θράκης
Ο Πρόεδρος Η Γεν. Γραμματέας
Γεώργιος Μπαλιόζογλου Μαρία Κωστίκου