Όπως είναι ήδη γνωστό, με τις ρυθμίσεις του Νόμου 4250/2014 επήλθαν τροποποιήσεις στο σύστημα αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων, όπως αυτό περιγραφόταν στο ΠΔ 318/1992.
Η βασική διαφοροποίηση που επέρχεται με το νέο καθεστώς σχετίζεται με την θέσπιση ανώτατου ποσοστού υπαλλήλων ανά κλίμακα βαθμολόγησης. Ειδικότερα, σύμφωνα με το νέο άρθρο 7 του ΠΔ 318/1992, τα ανώτατα ποσοστά υπαλλήλων που είναι δυνατόν να βαθμολογούνται με την κλίμακα βαθμών του άρθρου 8 καθορίζονται ως εξής: α. Με τους βαθμούς 9 έως 10 βαθμολογείται ποσοστό έως και 25 % των υπαλλήλων. β. Με τους βαθμούς 7 έως 8 βαθμολογείται ποσοστό έως και 60% των υπαλλήλων. γ. Με τους βαθμούς 1 έως 6 βαθμολογείται ποσοστό 15% των υπαλλήλων.
Αντίστοιχη πρόβλεψη καθιερώνεται και για τους προϊσταμένους, για την αξιολόγηση των οποίων το ανώτατο ποσοστό βαθμολόγησης με τους βαθμούς 9 ή 10 ανέρχεται σε ποσοστό έως και 70%, το οποίο υπολογίζεται επί του συνόλου των προϊσταμένων του ίδιου επιπέδου της ίδιας Γενικής Διεύθυνσης ή άλλως της ίδιας αρχής.
Ομολογουμένως οι παραπάνω ρυθμίσεις φαντάζουν εντελώς άδικες, δοθέντος ότι δεν αντιλαμβανόμεθα πώς εκ προοιμίου είναι δυνατόν να τίθεται ποσόστωση στις κλίμακες βαθμολόγησης, προκαταλαμβάνοντας την απόδοση των υπαλλήλων. Το συγκεκριμένο σύστημα αγγίζει τα όρια του παραλογισμού, ενώ είναι προφανές ότι παραβιάζει την αρχή της αξιοκρατίας, αφού κάποιος άριστος υπάλληλος μπορεί να μην λάβει άριστη βαθμολόγηση, επειδή απλώς και μόνον συμπληρώθηκε το ανώτατο ποσοστό υπαλλήλων στη σχετική κλίμακα βαθμολόγησης.
Ενώ, λοιπόν, κατά τη σαφή διατύπωση της σχετικής αιτιολογικής έκθεσης του Νόμου 4250/2014, το νέο σύστημα αξιολόγησης έρχεται να θεραπεύσει τις στρεβλώσεις και την απαξίωση του προηγούμενου συστήματος, επί της ουσίας εισάγει νέες στρεβλώσεις και αδικίες, που ενδεχομένως δεν αντέχουν στον έλεγχο της συμβατότητάς τους με τις διατάξεις του Συντάγματος.
Αυτό που θα πρέπει, ίσως, να συγκρατήσουμε από την επίμαχη αιτιολογική έκθεση, είναι ότι πρόκειται περί μεταβατικών ρυθμίσεων, δοθέντος ότι σύντομα θα θεσμοθετηθεί ένα μόνιμο σύστημα αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων. Κατά το μέρος τούτο η ΕΝΕ θα στρέψει τις προσπάθειές της προς την καθιέρωση ενός δίκαιου μόνιμου συστήματος αξιολόγησης.
Ωστόσο, για όσο χρόνο ισχύσει το προεκτεθέν σύστημα, χωρούν οι ακόλουθες παρατηρήσεις, ειδικώς εν σχέσει με το νοσηλευτικό προσωπικό. Εν προκειμένω, βασική και αταλάντευτη θέση της ΕΝΕ αποτελεί η πεποίθηση, ότι όσο οι νοσηλευτές καλούνται να παρέχουν τις υπηρεσίες τους κάτω από εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες, οφειλόμενες πρωτίστως στις τεράστιες ελλείψεις προσωπικού, εξ ορισμού και αυτοδικαίως αξίζουν άριστη βαθμολόγηση.
Πιο συγκεκριμένα, όταν σε όλα τα ελληνικά δημόσια νοσοκομεία η αναλογία νοσηλευτών ανά ασθενή απέχει δραματικά από κάθε ευρωπαϊκό και διεθνές πρότυπο, όταν ο νοσηλευτής της βάρδιας καταθέτει καθημερινώς στην υπηρεσία του ένα κομμάτι της ψυχής του, τότε η μόνη βαθμολογία που του αξίζει είναι αυτή των αρίστων, μόνον για την υπερπροσπάθεια που καταβάλλει.
Ως εκ τούτου ζητούμε την άμεση εξαίρεση των νοσηλευτών από την υπαγωγή τους στο σύστημα της αξιολόγησης με ποσόστωση και την καθιέρωση ενός ειδικού συστήματος αντικειμενικής αξιολόγησης για τους νοσηλευτές, που θα λαμβάνει υπόψη όχι την ψυχρή λογική των αριθμών κατά τον προσδιορισμό παράλογων ποσοστών, αλλά τις πραγματικές συνθήκες απασχόλησης. Οι νοσηλευτές δεν είναι αριθμοί ικανοί να πολλαπλασιάζονται με ποσοστά ώστε να συμπληρώνονται οι κλίμακες βαθμολόγησης. Οι νοσηλευτές είναι οι καθημερινοί ήρωες των δημόσιων νοσοκομείων, είναι αυτοί χάρη στις προσπάθειες των οποίων παραμένει ακόμη ζωντανό και όρθιο το Ε.Σ.Υ.
Για τον λόγο αυτό αποκρούουμε με κατηγορηματικό τρόπο την εφαρμογή του νέου συστήματος αξιολόγησης στους νοσηλευτές και αντιπροτείνουμε την καθιέρωση μιας διαφορετικής διαδικασίας, τελούσας σε συνάφεια με τις ιδιαιτερότητες του τρόπου οργάνωσης και λειτουργίας των νοσηλευτικών υπηρεσιών.
Για το Διοικητικό Συμβούλιο της Ε.Ν.Ε
Ο Πρόεδρος Ο Γεν. Γραμματέας
Δημήτρης Σκουτέλης Αριστείδης Δάγλας