Στο πλαίσιο της ορθολογικής διαχείρισης του ανθρώπινου δυναμικού κατά κλάδο, εξεδόθη το Προεδρικό Διάταγμα 351/1989, το οποίο, μεταξύ άλλων, καθορίζει τα επαγγελματικά δικαιώματα των πτυχιούχων τον τμημάτων Νοσηλευτικής, ήτοι όσων φέρουν τον νομοθετικώς κατοχυρωμένο επαγγελματικό τίτλο του Νοσηλευτή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5§2Α του Νόμου 1579/1985.
Το εν λόγω Προεδρικό Διάταγμα περιγράφει τα συγκεκριμένα επαγγελματικά δικαιώματα που απονέμονται στους Νοσηλευτές. Τονίζεται, ότι η απαρίθμηση είναι ειδική και περιοριστική, μη επιδεχόμενη, ως εκ τούτου, οποιαδήποτε διασταλτική ερμηνευτική εκδοχή. Στο σημείο αυτό, αξίζει να σημειωθεί, ότι μεταξύ των ρητώς περιγραφομένων επαγγελματικών δικαιωμάτων των Νοσηλευτών δεν συγκαταλέγεται η αιμοληψία. Η εν λόγω πράξη εκφεύγει, λοιπόν, του κύκλου των καθηκόντων των Νοσηλευτών, σύμφωνα με την ρητή βούληση του νομοθέτη.
Τα ανωτέρω ερμηνευτικά πορίσματα επανέλαβε στο διατακτικό της και η υπ’αριθ. 2264/1996 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δικάζοντας κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών. Η εν λόγω απόφαση επικυρώθηκε μετέπειτα από την υπ’αριθμ. 4978/1997 (απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η οποία αναφέρει χαρακτηριστικώς τα ακόλουθα :
Η εργασία των τεχνολόγων – παρασκευαστών είναι και η διενέργεια αιματολογικών εξετάσεων, η οποία αρχίζει με την λήψη αίματος και γίνονται και οι δύο (αιματοληψία και αιματολογική εξέταση) με την επίβλεψη και την ευθύνη των ιατρών που έχουν την ειδικότητα αυτή και οι οποίοι δίδουν τις απαραίτητες οδηγίες και κατευθύνσεις στους τεχνολόγους – παρασκευαστές, όταν παραστεί ανάγκη. Κι αυτό συμβαίνει γιατί οι τεχνολόγοι – παρασκευαστές έχουν τις κατάλληλες γνώσεις εφόσον είναι απόφοιτοι σχολών αυτής της ειδικότητας, αλλά έχουν και την εμπειρία, λόγω της καθημερινής σε μεγάλο αριθμό λήψης αίματος και αιματολογικών εξετάσεων. Επιπλέον, από τις διατάξεις του Προεδρικού Διατάγματος 163/1996, προκύπτει ότι οι τεχνολόγοι -παρασκευαστές επιτελούν κάθε αιμοληψία που γίνεται στο νοσοκομείο όπου υπηρετούν χωρίς να γίνεται διάκριση για εξωτερικούς ασθενείς και για εσωτερικούς.
Όπως σαφώς προκύπτει από το σκεπτικό της εφετειακής απόφασης, η αιμοληψία στο χώρο των νοσοκομείων είναι Ιατρική Πράξη η οποία μπορεί να ανατεθεί στους Τεχνολόγους – Παρασκευαστές και όχι στους Νοσηλευτές.
Ενόψει των ανωτέρω, η αιμοληψία δεν εμπίπτει στο πεδίο των θεσμοθετημένων αρμοδιοτήτων και καθηκόντων του κλάδου των Νοσηλευτών.
Εντεύθεν, οι Νοσηλευτές, στο πλαίσιο της διάταξης του άρθρου 30§1 του Δημοσιοϋπαλληλικού Κώδικα (Νόμος 3528/2007), σύμφωνα με το οποίο «ο υπάλληλος εκτελεί τα καθήκοντα του κλάδου ή της ειδικότητας του», δεν υποχρεούνται στη διενέργεια ή τη συμμετοχή στο έργο των αιμοληψιών. Άλλωστε, η εκτέλεση των καθηκόντων αφορά την άσκηση της αρμοδιότητας, δηλαδή της εξουσίας που έχει ανατεθεί στον υπάλληλο.
Πρόκειται δηλαδή και για δημόσιο δικαίωμα, αφού η αρμοδιότητα αποτελεί λειτουργικό δικαίωμα. Ως εκ τούτου, ουδείς προϊστάμενος δικαιούται να επιφέρει μεταβολή στην άσκηση των καθηκόντων των υφισταμένων του υπαλλήλων, παρά μόνον όταν και όπως ορίζει ο νόμος.
Σύμφωνα, δε, με το άρθρο 30§2,3 του Δημοσιοϋπαλληλικού Κώδικα, σε περιπτώσεις επιτακτικής υπηρεσιακής ανάγκης που δεν μπορεί να καλυφθεί με άλλο τρόπο, επιτρέπεται να ανατίθενται στον υπάλληλο καθήκοντα άλλου κλάδου ή ειδικότητας. Σε. όμοιες περιπτώσεις επιτρέπεται να ανατίθενται στον υπάλληλο εργασίες συναφείς με την ειδικότητα ή τα καθήκοντα του ή για τις οποίες έχει την απαιτούμενη εμπειρία ή ειδίκευση, Η κατά την παρ, 2 ανάθεση επιτρέπεται για χρονικό διάστημα έως δύο (2) μήνες και μετά από αιτιολογημένη απόφαση του υπηρεσιακού συμβουλίου έως έξι (6) μήνες ακόμη.
Όπως σαφώς προκύπτει, αναγκαία προϋπόθεση για την ανάθεση εκτέλεσης καθηκόντων άλλου κλάδου ή άλλης ειδικότητας είναι η ύπαρξη επιτακτικής υπηρεσιακής ανάγκης, δηλαδή ανεπίδεκτης αναβολής λόγω του επείγοντος χαρακτήρα της, καθώς και η αδυναμία κάλυψης της εν λόγω ανάγκης με άλλο τρόπο, δηλαδή ανυπαρξία ή πρόσκαιρη αδυναμία αρμόδιου υπαλλήλου για να αντιμετωπισθεί η ανάγκη. Ενόψει της σοβαρότητας του θέματος της αλλαγής καθηκόντων, η σχετική εντολή πρέπει να δίδεται τουλάχιστον από Γενικό Διευθυντή ή όπου δεν υπάρχει από το ανώτατο μονομελές όργανο της Υπηρεσίας.
Η παράγραφος 3 του άρθρου 30 θέτει απαράβατα όρια διάρκειας της ανάθεσης. Η τυχόν παράνομη συνέχιση της ανάθεσης πέραν των θεσπισμένων ανώτατων χρονικών ορίων θεμελιώνει αστική ευθύνη ένεκα παράνομου εξαναγκασμού του υπαλλήλου οε παροχή πρόσθετης εργασίας (Διοικητικό Εφετείο Πατρών 25/1995).
Είναι σαφές, ότι η ανάθεση κάθε εργασίας σχετικής με αιμοληψία σε Νοσηλευτή, διέπεται οε κάθε περίπτωση από τις περιοριστικές διατάξεις του άρθρου 30 του Δημοσιοϋπαλληλικού Κώδικα. Με βάση τις παραπάνω νομοθετικές διατάξεις και νομολογιακά πορίσματα, η διενέργεια αιμοληψιών δεν αποτελεί καθήκον ή αρμοδιότητα των Νοσηλευτών. Οποιαδήποτε αντίθετη πρακτική, που καθιερώνει την συστηματική ανάθεση αιμοληψιών σε Νοσηλευτές, είναι παράνομη και καταχρηστική, ενώ αντιβαίνει πλήρως το εκ της υπ’ αριθμ. 4978/1997 απόφασης του Εφετείου Αθηνών απορρέον δεδικασμένο.