Με αφορμή την πολυσυζητημένη υπόθεση της επιθυμίας του Υπουργού Υγείας να απομακρύνει τους διοικητές των νοσοκομείων με το επιχείρημα ότι οι συγκεκριμένες θέσεις είναι «πολιτικές», αμέσως γεννάται το εύλογο ερώτημα περί του τι εννοεί ο υπουργός με το συγκεκριμένον όρο.
Βεβαίως και η άσκηση της διοίκησης σε έναν οργανισμό αποτελεί πράξη βαθιά πολιτική, μιας και σχετίζεται με την προσπάθεια διαχείρισης του έμψυχου και εμπράγματου δυναμικού του φορέα, επιδιώκοντας το βέλτιστο αποτέλεσμα με το λιγότερο δυνατόν οικονομικό κόστος, στο συντομότερο χρόνο. Κάθε πράξη λοιπόν που αποτελεί αμφίδρομη ενέργεια και διενεργείται μέσα στο πλαίσιο του κοινωνικού συνόλου, εμπεριέχει την έννοια της πολιτικής, αυταπόδεικτα.
Εκτός των άλλων, οι διοικητές των νοσοκομείων είναι αυτονόητο πως θα πρέπει να διαθέτουν μεταπτυχιακή εκπαίδευση στη διοίκηση των μονάδων και των υπηρεσιών υγείας και να έχουν αξιόλογη εμπειρία με έργο αποδεδειγμένο στον ευαίσθητο τούτο τομέα. Έτσι, κάθε λογικά σκεπτόμενος που ασκεί εξουσία, θα ζητούσε μια αυστηρά αξιοκρατική επιλογή των διοικούντων, χωρίς ίχνος μεροληψίας ή υποκειμενικής κρίσης.
Έτσι, όταν ακούμε τον υπουργό να ομιλεί περί «πολιτικών» θέσεων, περιμένουμε να αναφερθεί στα ιδιαίτερα εκείνα χαρακτηριστικά που κάνουν έναν διοικητή ικανό ή ανεπαρκή και να εισάγει στη συζήτηση το επιθυμητό μοντέλο του ΕΣΥ για την παρούσα κυβέρνηση, το οποίο υποτίθεται πως θα παροτρύνει τους διοικητές να επιδιώξουν για να εδραιώσουν. Δεν ακούσαμε για παράδειγμα, αν θα προκριθεί το κρατικό- οικονομικό ή το κορπορατιστικό μοντέλο από την παρούσα ηγεσία του υπουργείου, αν το μοντέλο του Beveridge ή του Bismark έχουν αξιολογηθεί, μήπως κάποια στοιχεία τους ταιριάζουν στο εθνικό μας υγειονομικό σύστημα, ή αν τέλος θα υιοθετηθεί το (συχνά αναφερόμενο) καναδικό…
Μέσα σε όλη αυτή την ομιχλώδη δέσμη προθέσεων και πολιτικών, δεν είναι δυνατόν να ζητείται η κεφαλή των διοικητών επί πίνακι, μόνο και μόνο γιατί ο διορισμός τους (και μάλιστα με τη διαδικασία της ανοιχτής διαβούλευσης παρόλα τα τρωτά της) έγινε επί των ημερών της απελθούσας κυβέρνησης, παραγνωρίζοντας την πραγματική αξία του καθενός.
Προφανώς όμως, ο υπουργός χρησιμοποιώντας την εύκολα παρερμηνευόμενη ετικέτα «πολιτικές», εννόησε ίσως στην ανάγκη της πλήρωσης των θέσεων των διοικητών με κομματικά στελέχη, χωρίς να δώσει εξηγήσεις για το αν προτίθεται να εγκαθιδρύσει κάποιο σύστημα επιλογής των άξιων και των ικανών.
Τα παραπάνω, εντάσσονται σε μια γενικότερη ροπή των κύκλων του υπουργείου προς την αοριστολογία, δείχνοντας να γνωρίζουν τα πράγματα «κατά προσέγγιση», υποπίπτοντας συχνά στη δημόσια διατύπωση ανακριβειών, που προκαλούν σύγχυση μεταξύ των εργαζομένων, αλλά και των ανέργων νοσηλευτών και των λοιπών υγειονομικών υπαλλήλων.
Μια κυβέρνηση όμως που γεννήθηκε από τη μήτρα της Αριστεράς, περιμένουμε να χτίσει την πολιτική της δράση πάνω στους πυλώνες της αξιοκρατίας, της συμμετοχικότητας και του πλουραλισμού, αξιοποιώντας όλες τις κοινωνικές και επαγγελματικές ομάδες, χωρίς αφορισμούς και εξαρτήσεις από φατρίες, συνδικαλιστικές ομάδες ή συντεχνιακές αγκυλώσεις.
Οι Νοσηλευτές, δια των θεσμικών τους επαγγελματικών και συνδικαλιστικών τους οργάνων, της ΕΝΕ και της ΠΑΣΥΝΟ-ΕΣΥ, έχουν θέσει την αξιοποίηση της πολύχρονης γνώσης και εμπειρίας τους στη διάθεση της ηγεσίας του υπουργείου, προκειμένου να αποτελματωθεί το ημιθανές εθνικό σύστημα υγείας, με λύσεις που είναι απολύτως εφαρμόσιμες και υλοποιούνται σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Είμαστε βέβαιοι, πως το σύνολο των μελών μας θα επικροτήσει τη θεμελίωση ενός αυστηρού αξιοκρατικού μοντέλου ιεραρχικής εξέλιξης και αντικειμενικής αξιολόγησης που θα βασίζεται στο σύστημα των αμοιβών και όχι των ποινών, μακριά από κομματικές εξαρτήσεις και παλαιοσυνδικαλιστικές αγκυλώσεις και πρακτικές.
Η κλεψύδρα της ανοχής έχει προ πολλού ξεκινήσει το άχαρο έργο της. Μένει να δούμε αν θα προλάβει να το ολοκληρώσει…
Του Αριστείδη Δάγλα